Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Ήθη και έθιμα της Φλώρινας. Γάμος

ΠΡΟΞΕΝΙΟ
Όταν επρόκειτο ο πατέρας να παντρέψει το γιό του (ο πατέρας κανόνιζε το ζήτημα του γάμου, σπάνια είχε ο γιός γνώμη),έστελνε προξενιά (άντρα ή γυναίκα) μάλλον όμως προξενήτρα, γιατί οι γυναίκες, ως συνήθως τα καταφέρνουν καλύτερα από τους άντρες.
0 προξενητής ή η προξενήτρα, όταν πήγαινε στο σπίτι που έμενε η υποψήφια, τους χαιρετούσε γρήγορα γρήγορα και πήγαινε κατ’ ευθεία στο τζάκι (φωτιά). Έπαιρνε τη τσιμπίδα (μασά) και ανακάτωνε τη στάχτη (είναι σημείο προτάσεων).
Ύστερα απ’ αυτό έλεγε το σκοπό της στους γονείς.
Αρραβώνας.
Οι γονείς ζητούσαν διάφορες πληροφορίες για το γαμπρό. Του λέγανε να έρθει ύστερα από λίγες μέρες. Στο διάστημα αυτό οι γονείς της νύφης έπαιρναν διάφορες πληροφορίες για τον γαμπρό.
Όταν κανονίζονταν όλα και έμεναν σύμφωνοι, έλεγε ο πα¬τέρας του κοριτσιού στον προξενητή ή προξενήτρα: “Όταν θα είναι ολόγιομο το φεγγάρι, να έρθεις για τον αρραβώνα” . Η υποψήφια τους έδινε τρεις τούφες βασιλικό, ένα ζευγάρι κάλτσες δεμένες με ένα μαντίλι, και ο προξενητής έφευγε (Πρέσπα).
ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ
Γενικά Αρραβωνιάσματα.

0 αρραβώνας είναι το στάδιο της ψυχικής προετοιμασίας των δύο νέων για τον γάμο. Νέα πάνω από 25 χρόνων θεωρείται γεροντοκόρη
0ι γονείς της νέας φροντίζουν για την καλή αποκατάσταση της γιατί αυτό εξαρτάται το μέλλον της. Αφού κατέληγαν σε συμφωνία οι συνομιλίες γινόταν ο αρραβώνας. Όταν το φεγγάρι γέμιζε, ο πατέρας ο προξενητής και οι στενοί συγγενείς τον γαμπρού, έπαιρναν τα δώρα ( πουκάμισα, κάλτσες, χρυσά κ.λ.π.). Όλα αυτά τα έβαζαν σε πανέρια, και σε τορβάδες (χωριάτικους υφαντούς σάκους) πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Άφηναν τα δώρα σ' ένα μεγάλο τραπέζι και κάθονταν στα τραπέζια, που είχαν ετοιμάσει επίτη&ες για αυτούς. Τους καλωσόριζαν οι σπιτικοί και τελευταία περνούσε η υποψήφια και φιλώντας τα χέρια
των προσκαλεσμένων γινόταν και φιλοδωρήματα.
Την ίδια μέρα γινόταν η συμφωνία για το πότε θα γίνει ο γάμος.
0 γαμπρός ήταν υποχρεωμένος ν’ αγοράσει γι’ όλα τα άτομα της οικογενείας της νύφης, διάφορα δώρα. Όταν φεύγανε, τους έδιναν διάφορα δώρα. Την άλλη μέρα ο γαμπρός έστελνε στο σπίτι της νύφης μπαμπάκι και μαλλί (Πρέσπα).
Στη Βεύη τις μάλλινες κάλτσες που δώριζαν στον πεθερό και την πεθερά, τις έραβαν από πάνω, για να έχουν κλειστό το στόμα (να μην λένε πολλά).
Στον Πολυπόταμο και στα γύρω χωριά, αφού γινόταν συμφωνία για τον αρραβώνα μαζί με τα δώρα που έδιναν, η νύφη έδινε μία κάλτσα γυναικεία, και μια αντρική (μάλλινες
που τις έπλεκαν στο χωριό) . Τις κάλτσες αυτές η μητέρα τον γαμπρού τις πήγαινε σε μία γυναίκα, η οποία έβαζε μέσα
ζάχαρη και ρύζι και μετά τις έδενε. Το ρύζι (συμβόλιζε) για να ριζώσουν ,και η ζάχαρη για να είναι γλυκοί και αγαπημένοι οι νέοι. Περνούσαν οι συγγενείς και οι γείτονες και
τις δωρίζανε. Την ημέρα τον γάμου, τις έλυναν και τις έκαναν ζευγάρι (αντρική και γυναικεία).

Γ Α Μ Ο Σ
Α.Γενικά

Γάμος είναι η νόμιμη κατά τους κανόνες της θρησκείας ένωση άνδρα και γυναίκας για την δημιουργία οικογενείας και απόκτηση παιδιών. Ο θεσμός τον γάμού δημιουργήθηκε
από φυσιολογική και κοινωνική ανάγκη.
Δικαίωμα εκλογής συζύγου έχει ο νέος.
Τη φροντίδα τον γάμου της κόρης έχει ο πατέρας και τα αδέλφια αυτής.
Δεν παντρεύεται ο αδελφός που είναι μεγαλύτερος κατά δυο ή τρία χρόνια αν δεν παντρεύει πρώτα την αδελφή του.
Β.Προετοιμασία
Ορίζεται η ημέρα τον γάμου συνήθως η Κυριακή. Την Κυριακή μια βδομάδα πριν το γάμο πήγαιναν κορίτσια και αγόρια στο σπίτι του γαμπρού με σιτάρι και κουφέτα μέσα σ' ένα κόσκινο. Το σιτάρι το άδειαζαν μέσα στο δωμάτιο και
τα κουφέτα τα πετούσαν μέσα σ' ένα σεντόνι που είχαν στρώσει κάτω και κουκούλωναν με το σεντόνι για να γεννηθούν κορίτσια και αγόρια. Το σιτάρι το πήγαινε ένας νέος (του οποίου και οι δύο γονείς ζούσαν στον υδρόμυλο για να γίνει αλεύρι. Από εκεί το έπαιρναν το απόγευμα της Δευτέρας. Το απόγευμα της Τρίτης άρχιζαν το προζύμι. Στο σπίτι τον γαμπρού ήταν οι συγγενείς και φίλοι. Το προζύμι το άρχιζαν, μια κοπέλα συγγενής του γαμπρού μαζί μ' ένα αγόρι, στους οποίους και ο ι δυο γονείς ζούσαν. Το νερό γ ια το ζύμωμα τον προζυμιού το έφερνε από τη βρύση ένας νέος ο οποίος δεν έπρεπε να μιλήσει στη διαδρομή (αμίλητο νερό), για να έχει κατανόηση το ζευγάρι. Το κορίτσι που άρχιζε το προζύμι αλεύρωνε το γαμπρό και μετά ο γαμπρός έπαιρνε αλεύρι και πήγαινε στο σπίτι της νύφης και την αλεύρωνε. Αυτό γινόταν για να γεννιούνται άσπρα παιδιά.
Το ίδιο γινόταν την Παρασκευή στο σπίτι της νύφης.
Την παρασκευή μαζεύονταν κορίτσια και αγόρια (ποσεστρίμες και κουλουπτσίδες) στο σπίτι τον γαμπρού και της νύφης και καθάριζαν όλους τους δρόμους, και έδιναν στα κορίτσια κάλτσες και καθρεφτάκι και στα αγόρια κάλτσες και χτένα. Στη συνέχεια ακολουθούσε τραπέζι (φασόλια, ελιές, χαλβάς).
Στόλιζαν ένα ξύλινο δοχείο, με πολύχρωμα χαρτιά και στο πώμα (άνοιγμα) έβαζαν λουλούδια. Αυτό λεγόταν κάρτα και το κουβαλούσε ένα συγγενικό πρόσωπο την ημέρα του γάμου.
Το βράδυ της Παρασκευής πήγαιναν οι κουλουπτσίδες και οι Ποσεστρίμες με πουγάτσα και με κρασί, στον κουμπάρο και παρακούμπαρο, για να τους καλέσουν για την Κυριακή.
Επίσης την Παρασκευή έσφαζαν τα ζώα που είχαν για το γάμο.
Γ) Το άνοιγμα της Προίκας.
Μία Κυριακή πριν την στέψη ανοίγουν την Προίκα συγγενείς και φίλες της νύφης. ρίχνουν πάνω ρύζι και κουφέτα. Την ίδια μέρα πηγαίνουν σ' όλα τα σπίτια τον χωριού οι κοπέλες που ανοίγουν την προίκα και καλούν με προσκλήσεις (Βεύη).
Στα Άλωνα καλάνε και σήμερα οι δύο συμπεθέρες μαζί με τσίπουρο. Στον Πολυπόταμο και πολλά χωριά, συγγενικά πρόσωπα τον γαμπρού και της νύφης με κουλούρια, μήλα.
Όλη την εβδομάδα μέχρι την Παρασκευή περνάνε όλοι οι καλεσμένοι από το σπίτι της νύφης, για να φέρουνε τα δώρα τους και να δουν την προίκα.
Την ημέρα της Παρασκευής πηγαίνει ο γαμπρός με τον κουμπάρο, τον παρακούμπαρο και μερικούς συγγενείς στο σπίτι της νύφης, για να πάρουν την προίκα। Οι κοπέλες όμως που βρίσκονται στο σπίτι της νύφης κλείνουν την πόρτα και δεν την ανοίγουν, να περάσουν ο γαμπρός με τους υπολοίπους, αν δεν πληρώσουν όπως λένε την προίκα ('Αλωνα, Βεύη, Σιταριά, Πέτρες, Κέλλη, Iτιά, Σκοπιά, Κ.Κλεινές κ.
λ.π.).
Στον Πολυπόταμο, Ατραπό, Τριανταφυλλιά παλιά
την προίκα την έπαιρναν την ημέρα τον γάμου. Έβγαζαν όλη
την προίκα στην αυλή, τα όργανα έπαιζαν ένα ειδικό σκοπό και έβαζαν πάνω στην προίκα ένα αγόρι και έπρεπε ο πεθερός να πληρώσει για να πάρει την προίκα.
Δ)Το λούσιμο της νύφης.
Το απόγευμα τον Σαββάτου έρχονται οι οργανοπαίχτες Τους περιμένει ο βλάμης και τους οδηγεί στο σπίτι
του γαμπρού. Στο δρόμο τραγουδούν οι φίλοι τον γαμπρού και χορεύουν. Στο κατώφλι τον σπιτιού, τους περιμένει και τους υποδέχεται η μητέρα τον γαμπρού με το ψωμί κάτω από
τη μασχάλη και κανάτα με κρασί. Το βράδυ ο γαμπρός με φίλους του πηγαίνει τους οργανοπαίχτες στο σπίτι της νύφης και διανυκτερεύουν. Χορεύουν όλοι οι συγγενείς της νύφης. Το γαμπρό τον πηγαίνουν οι φίλοι στο σπίτι. Το βράδυ λούζεται μετά μουσικής. Το ίδιο και η νύφη. Έχει κοντά της την
αδελφή ή κάποια φίλη της η οποία την βοηθάει. Έτσι φεύγει το πορτοκαλί χρώμα από τα μαλλιά της, τα οποία είχε βάψει την Τετάρτη, που της είχε στείλει ο γαμπρός τον λεγόμενο ακνά (Λέχοβο).
Ε) Tο Φλάμπουρο-Σημαία
Το Φλάμπουρο αποτελείται από κοντάρι μήκους μέχρι δύο μέτρα. Στο πάνω άκρο έχει σταυρό και βάζουν μήλο. Στη βάση τον σταυρού βάζουν ένα άσπρο μαντίλι και δένουν
τη σημαία στο κοντάρι.

Το Φλάμπουρο το κρατάει ο Κουμπάρος σε όλη τη διάρκεια της τελετής του γάμου. Χορεύει πρώτος με το Φλάμπουρο. (Λέχοβο, Πολυπόταμο, Φλάμπουρο, Σκοπιά κ.λ.π.).
ΣΤ) Γάμος
Ξημερώνοντας Κυριακή έρχονται τα όργανα στο σπίτι του γαμπρού για να αρχίσει το γλέντι. Παίζουν τρεις επιτραπέζιούς σκοπούς μέσα στο σπίτι και στη συνέχεια βγαίνουν έξω στη αυλή και χορεύουν οι συγγενείς. Μετά τα όργανα μαζί με τα κορίτσια και τα αγόρια και μερικούς στενούς συγγενείς ένας από τους οποίους κρατάει τη κάρτα, παγού-ρι),πάνε στον κουμπάρο και τον παρακούμπαρο να τους καλέσουν. Έρχονται μετά στο σπίτι και αφού πάρουν το νυφικό φόρεμα, το πέπλο και την πουγάτσα (συμπεθέρα). Πάνε στο σπίτι της νύφης και της δίνουν τα φόρεμα, το πέπλο και αλλάζουν τις πουγάτσες (συμπεθέρες). Φεύγουν στο σπίτι και πριν το μεσημέρι πάνε και παίρνουν τον Κουμπάρο και τον Παρακούμπαρο. Μετά πηγαίνουν πάλι στο σπίτι τον γαμπρού, όπου και αρχίζει η τελετή τον ξυρίσματος. Με ένα χάλκινο δοχείο νερού ένα κορίτσι πάει στη βρύση και γεμίζει νερό. 'Στο δρόμο δεν μιλούν ούτε αφήνουν το δοχείο στο έδαφος, αλλά κατευθείαν το βάζουν στη σόμπα να ζεσταθεί. λυτό σημαίνει ότι οι νέοι σύζυγοι πρέπει
να προσέχουν μόνο αυτά που αφορούν αυτούς. Τότε ο κουμπάρος ξυρίζει τυπικά τον γαμπρό με το νερό που έφεραν από τη βρύση και αφού τελειώσει η τελετή αυτή, βάζουν ένα ωραίο άσπρο μαντήλι, ( απ' όπου βγήκε και η φράση του πέρασαν τη θηλιά στο λαιμό ). Μέσα σ' αυτό το μαντήλι ρίχνουν οι συγγενείς και οι καλεσμένοι χρήματα ενώ σ' όλη τη διάρκεια παίζεται λυπητερός σκοπός από τα όργανα. Οι γονείς τον γαμπρού κλαίνε, με αυτό θέλουν να δείξουν ότι αποχωρίζονται το παιδί τους (Άλωνα, Βεύη, Κέλλη, Πέτρες, Σκοπιά κ.λ.π.).
Ακολουθεί πλούσιο γεύμα. Μετά απ' αυτό ξεκινούν να πάνε να πάρουν τη νύφη. Τον γαμπρό όταν πάει να πάρει τη νύφη δεν τον αφήνουν να μπει μέσα αν πρώτα δεν σημαδέψει ένα αυγό που έχουν δέσει μέσα σ' ένα μαντίλι και το έχουν κρεμάσει ψηλά σε ένα δέντρο. Αφού κατορθώσει ο γαμπρός να χτυπήσει το αυγό μπαίνει μέσα.
H νύφη μέσα από ένα κόσκινα και τη βέρα της βλέπει τον γαμπρό που έρχεται, Αυτό το κάνουν για να είναι πιστή και χορτάτη. Στην πόρτα πριν μπει μέσα στο δωμάτιο της νύφης ο γαμπρός, τον περιμένει η κουνιάδα του αν υπάρχει, αν όχι ένα άλλο συγγενικό πρόσωπο, όπου και κρατάει ένα μπουκέτο βασιλικό, δεμένο με κόκκινη κλωστή. Κατόπιν το βάζει στο αυτί τον γαμπρού δίνοντάς τον ένα χαστούκι και ο γαμπρός της δίνει δώρο ένα φόρεμα. Ύστερα τον δίνουν να σηκώσει ένα αγόρι δίνοντάς τον ο γαμπρός ένα μήλο μ' ένα νόμισμα που έχει μέσα. Αφού κατορθώσει να μπει στο δωμάτιο της νύφης, το τραπέζι είναι στρωμένο πλούσια με διάφορα γλυκά. Από το ίδιο γλυκό τρώει ο γαμπρός και η νύφη για να είναι αγαπημένοι. Μέσα στο δωμάτιο της νύφης μπαίνει και ο παρακούμπαρος και της δίνει τα παπούτσια να τα. φορέσει ανάποδα. Το κάνε ι τρεις φορές, μετά της τα δίνει σωστά. Αυτό το κάνουν για να δουν αν είναι έξυπνη η νύφη. Μέσα στα παπούτσια γράφουν τα ελεύθερα κορίτσια τα ονόματά τους για να δούνε ποιό όνομα θα σβήσει πιο γρήγορα ,και λένε εκείνης που θα σβήσει γρηγορότερα, εκείνη θα παντρευτεί πρώτη.
Πριν βγει η νύφη έξω βάζουν στην αυλή του πατέρα της νύφης, να καθίσει σε μια καρέκλα . Στα γόνατά του στρώνουν ένα άσπρο μαντήλι. Πάνω σ' αυτό βάζουν την πουγάτσα ένα ποτήρι κρασί και λίγο αλάτι. H νύφη φιλάει τον πατέρα της και βάζει στον ώμο τον μάλλινες κάλτσες. Περνάνε όλοι οι συγγενείς και οι καλεσμένοι αφήνοντας χρήματα πάνω στην πουγάτσα. Στο τέλος δίνουν από το κρασί να πιούν από λίγο τρεις φορές στον γαμπρό, στη νύφη, στον παρακούμπαρο και στο τέλος το πίνει όλο ο κουμπάρος. Κατόπιν πετάει η μητέρα της νύφης καραμέλες και ρύζι. Το ίδιο γίνεται και στο σπίτι τον γαμπρού πριν ξεκινήσει για να πάει στη νύφη.
Πρώτος ξεκινάει για την εκκλησία ο γαμπρός, μετά η νύφη. Τη νύφη συνοδεύουν κρατώντας την από τα χέρια ο αδελφός ή άλλα συγγενικά της πρόσωπα. Πηγαίνοντας για την εκκλησία την περνάνε από ένα ποτάμι αν υπάρχει ή από μία βρύση και της δίνουν να πιεί νερό τρεις φορές με τα χέρια πλεγμένα. Στην εκκλησία την περιμένει ο γαμπρός και αφού τη φιλήσει της δίνει τα λουλούδια.
Πριν μπούνε μέσα στην εκκλησία στρώνει η μητέρα τον γαμπρού μια κόκκινη φλοκάτη. 0 πεθερός πιάνει το δεξί χέρι της νύφης και την βάζει στη φλοκάτη δίνοντάς της να σηκώσει ένα αγόρι, για να κάνει και αυτή αγόρια. Γύρω από την νύφη γυρίζουν μια πουγάτσα και μια κανάτα κρασί, σταυρωτά τρεις φορές και την τραβάει στην εκκλησία ο παπάς. Το ίδιο γίνεται και με τον γαμπρό.
Μετά το τέλος του μυστηρίου τη νύφη την πάνε στο σπίτι του άνδρα της. Η νύφη σημαδεύει τις πόρτες με μέλι και βούτυρο, μετά μπαίνει με το δεξί πόδι μέσα. Η
πεθερά έχει βάλει ένα δεμάτι ξύλα στην πόρτα για να τα βάλει στο τζάκι. Κάθεται κοντά στο τζάκι και γνέθει μαλλί για τα ρουχαλάκια τον μωρού. Από τη χαρά της κάνει πως βρέχεται από κάτω της πετάνε ένα ποτήρι νερό για να δείξουν πως κατουρήθηκε από τη χαρά της).
Αργά το βράδυ της Κυριακής πάνε στο σπίτι της νύφης. Κλέβουν μια κότα, περνάνε μια κόκκινη κλωστή γύρω από το λαιμό της, χορεύουν μαζί μ' αυτή και κρεμάνε πάνω στη κλωστή λεφτά, καλεσμένοι και συγγενείς.

Τη δευτέρα μετά το γάμο, το μήλο που είναι στο Φλάμπουρα το τρώνε οι νιόπαντροι. Σ' ένα πιάτο που έχει χαλβά βάζουν στη μέση το μήλο και γύρω - γύρω στο μήλο καρφώνουν λεφτά. Επίσης τη Δευτέρα οι συγγενείς της νύφης πάνε στο γαμπρό με γλυκά και οι νιόπαντροι πάνε βόλτα σε μια πράσινη τοποθεσία.
Όλη την εβδομάδα η νύφη δε χτενίζεται και το Σάββατο πάει στη μάνα της να τη χτενίσει.
Την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο η πεθερά και η νύφη παίρνουν τις λαμπάδες τον γάμου και πηγαίνουν στην εκκλησία. Μετά την εκκλησία παίρνουν ένα αγοράκι και πη¬γαίνουν στο σπίτι τον κουμπάρου με διάφορα δώρα.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Φ.Σ.Φ. «Ο Αριστοτέλης»

«Τμήμα Χορού» του «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ» ιδρύθηκε το 1979. Το 1993 μετονομάστηκε σε «Τμήμα Εθνογραφίας και Χορού». Την περίοδο εκείνη μια ερευνητική ομάδα αποτελούμενη από χορευτές του τμήματος ξεκίνησε μια προσπάθεια καταγραφής της τοπικής μουσικο-χορευτικής έκφρασης, με αντικείμενα τη μορφολογία των τοπικών χορών και τη δομή της χορευτικής κίνησης, τα χαρακτηριστικά του τοπικού χορευτικού στυλ, τις αλλαγές που αυτό δέχθηκε μέσα από την επίδραση οικονομικών, κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων, χορούς που έπαψαν να χορεύονται και τους λόγους της απώλειάς τους.
H προσπάθεια αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα και συνιστά το ένα πεδίο δράσης του τμήματος. Με τη χρήση επιστημονικών εθνογραφικών μεθόδων επιδιώκεται n παρατήρηση και n κατανόηση του τρόπου, με τον οποίο βιώνεται και μορφοποιείται ο χορός μέσα σε πηγαίες χορευτικές περιστάσεις όπως πανηγύρια, γάμους και άλλες αυθόρμητες καταστάσεις. Οι πληροφορίες που συλλέγονται αρχειοθετούνται και βρίσκονται στη διάθεση κάθε ερευνητή.
Το δεύτερο πεδίο δράσης του τμήματος συνίσταται στη μεταφορά αυτών των γνώσεων στα παιδιά που συμμετέχουν στις διάφορες χορευτικές ομάδες μέσα από τη διδασκαλία, πρώτιστα των τοπικών αλλά και άλλων χορών από διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Με αυτό το σκοπό οργανώνονται σεμινάρια με Θέματα όπως παράδοση, φολκλόρ, χορογραφία, αλλοίωση του χορού κ.α. Αν και είναι αναπόφευκτη n τυποποίηση του χορού μέσα από τη Θεατρική παρουσίασή του, στόχος του τμήματος είναι n μετάδοση σαφούς και ενσυνείδητης χορευτικής γνώσης στις χορεύτριες και στους χορευτές.
Το «Τμήμα Εθνογραφίας και Χορού» απασχολεί σήμερα 300 άτομα ηλικίας 5-50 ετών. "Εχουν πραγματοποιηθεί 1418 εκδηλώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, πολλές από τις οποίες έχουν γίνει άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά ή εκπομπές σε τηλεοπτικά κανάλια.
Οι εκδηλώσεις του εξωτερικού είναι οι εξής:
• 1981 Βέλγιο, Ολλανδία
• 1982 Καναδάς
• 1985 Ελβετία
• 1989 Καναδάς
• 1992 Γερμανία
• 1993 Βέλγιο
• 1995 Σουηδία
• 1998 Γερμανία
• 2002 Κύπρος
• 2003 Σιάτλ H.Π.A.
Το κλίμα βαθιάς φιλίας και συνεργασίας που επικρατεί στα χορευτικά μαθήματα, στις εμφανίσεις των χορευτικών ομάδων και στα κοινά τους γλέντια συμβάλλει σημαντικά στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης των μελών του τμήματος. Σκοπός της λειτουργίας του «Τμήματος Εθνογραφίας και Χορού» είναι να γνωρίσουν οι νέοι και νέες το χορευτικό παρελθόν και παρόν της Ελλάδας και να κάνουν το χορό τρόπο ζωής και μέσο έκφρασής
τους.

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Π.M.A. Σύλλογος «ΑΜΥΝΤΑΣ» Σκοπιάς

O Πολιτιστικός, Μορφωτικός, Αθλητικός Σύλλογος «Αμύντας» Σκοπιάς ιδρύθηκε το 1928 από ομάδα ποδοσφαιρόφιλων του χωριού μας.
Κατά καιρούς άλλαξε ονομασίες όπως: «Αναγέννηση» και «Σκοπιά» Σκοπιάς. Το 1981 επονομάστηκε σε «Αμύντας».
Οι στόχοι του ήταν n εξύψωση των πολιτιστικών, μορφωτικών και αθλητικών δρώμενων.
Αυτό που ξεχωρίζει τον Σύλλογό μας είναι n τοπική στολή μας. Το 1938 όπως είναι γνωστό βραβεύτηκε σαν n καλύτερη στην Ελλάδα και κυκλοφόρησε σε εκατοστάρικο n φωτογραφία με τις ξαδέλφες Ζώλη.
Σήμερα έχουμε 1 τμήμα γυναικείου χορευτικού και 1 τμήμα παιδιών. Χοροδιδάσκαλος είναι ο Γαβριήλ Τουρούντσης.
Διαβλέπουμε στην περαιτέρω παρουσία του «Αμύντα» στα πολιτιστικά δρώμενα ολόκληρης της Ελλάδας και όχι μόνο.
Στο τμήμα του αθλητισμού υπάρχει ομάδα μπάσκετ.

Εύξεινος Λέσχη Φλώρινας

Η Εύξεινος Λέσχη Φλώρινας είναι ένας σύλλογος 1.000 και πλέον ενεργών μελών. Ιδρύθηκε το 1951 με στόχο τη διάσωση και διάδοση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
'Εκτοτε ο σύλλογος γιγαντώθηκε, καθώς απέκτησε ιδιόκτητο κτίριο 2.500 τ.μ. με εστίες φοιτητών, αίθουσες διδασκαλίας – εκδηλώσεων, γραφεία.
Στην αρχή της νέας χιλιετίας, n Εύξεινος Λέσχη Φλώρινας έχει μετατραπεί σ' έναν πλήρως πολιτικοποιημένο οργανισμό παραγωγής πολιτισμού, με εκδηλώσεις υφηλής ποιότητας και αποδοχής (Πατοπούλεια, Πατουλίδεια, ημερίδες, συνέδρια κ.ά.).
Δεκάδες τμήματα (χορευτικά, χορωδίας, νεολαίας, ρυθμικής γυμναστικής, μαζορετών, χαντ-μπολ κ.ά.), στελέχη και εκδηλώσεις, αυξάνουν την πολιτιστική της περιουσία και δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την κατάκτηση νέων υψηλών στόχων.

Λύκειο Ελληνίδων Φλώρινας

Η πρώτη χορευτική ομάδα του Λ.E.Φ. δημιουργήθηκε το 1953, αμέσως μετά την ίδρυσή του. Υπήρξε το πρώτο οργανωμένο χορευτικό συγκρότημα που δημιουργήθηκε στην περιοχή. 0 ρόλος του υπήρξε κορυφαίος στη διάδοση, αναβίωση και ανάδειξη των τοπικών χορών, των τοπικών εδνυμασιών, της τοπικής παραδοσιακής μουσικής και των τοπικών εθίμων, πλαισιώνοντας όλες τις εκδηλώσεις του Λ.E.Φ.
Διαχρονικά εξελίχτηκε σε χορευτικό συγκρότημα αξιώσεων, πήρε μέρος σε πανελλήνια και διεθνή φεστιβάλ και απέσπασε βραβεία και τιμητικές διακρίσεις.
Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει στις ετήσιες πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου Φλώρινας «Πολιτιστικός Αύγουστος», στην «Εβδομάδα Αποδήμων», καθώς και στο ετήσιο παραδοσιακό έθιμο «Φωτιές των Χριστουγέννων».
Η σημερινή ομάδα εμφανίσεων του χορευτικού αποτελείται από 20 χορευτές, αγόρια και κορίτσια.
Την διδασκαλία - επιμέλεια της ομάδας σήμερα, έχει ο Γιάννης Κωνσταντίνου και η 'Ηρα Κολώνη - Κωνσταντίνου

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΚΡΑΤΕΡΟΥ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

Η φανέλα είναι άσπρη με κοντά ή σχετικά μακριά μανίκια. Το πουκάμισο (κοσούλα), είναι βαμβακερό άσπρο ίσιο, από μια μάνα ( στο φάρδος του αργαλειού 50 – 60 εκ.) και φτάνει λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Μπροστά είναι σχιστό ως τη μέση σε σχήμα V. Είναι διακοσμημένο με κεντήματα φτιαγμένα από πυκνή λοξή βελονιά σε στενή λωρίδα στο ποδόγυρο, σε μαύρες, μπορντό, βυσσινή ή πορτοκαλί αποχρώσεις, που σχηματίζουν μικρές κολώνες στα πλάγια και δυο λίγο πιο μεγάλες (τα πόλυς,) από πίσω. Τα μανίκια φτάνουν λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα και είναι διακοσμημένα με γεωμετρικά σχήματα, διάφορα σχέδια και λουλούδια.
Το άνοιγμα μπροστά στο πουκάμισο καλύπτεται εσωτερικά από την τραχηλιά (σαλιάρα ή επιστήθιο) σχήματος ορθογωνίου που δένεται στο λαιμό και είναι χρώματος βυσσινή πορτοκαλί ή άσπρο.
Στην καθημερινή φορεσιά φορούσαν στα χέρια χωριστά μανίκια, τα «μπρουμάνικα», ή «χειρόκτια», μάλλινα πλεκτά, κυρίως άσπρα με λίγο κέντημα ή δαντέλα στην μανσέτα, σπάνια ριγωτά και πιο σπάνια πολύχρωμα.
Ο επενδυτής (γκιουρδία) είναι χωρίς μανίκια, μαύρου χρώματος και φτάνει λίγο πιο κάτω από τη μέση. Γίνεται από μάλλινο υφαντό νεροτριβιασμένο σαγιάκι. Αποτελείται από μια μάνα (ένα κομμάτι), είναι πιο φαρδύς κάτω και καθώς κουμπώνεται στη μέση αφήνει ανοιχτό το στήθος. Η ποδιά είναι στενή και ορθογώνια και σφίγγει τη γκιουρδία. Διακοσμείται στην περίμετρο και οριζόντια στη μέση, με άσπρες κορδέλες, πούλια, χάντρες και με κεντήματα. Σε άλλες κυριαρχεί το μπορντό, βυσσινή χρώμα και σε άλλες το πορτοκαλί, κίτρινο. Η μαντίλα, ντάρκμα (σαμία ή σκέπη) είναι άσπρη.

Τη διπλώνουν σε μια γωνιά και τη δένουν πάνω από τα φρύδια. Οι άλλες δυο γωνίες γυρνούν προς τα πίσω και πάνω, και στερεώνονται στο πλάι με φιόγκο το λεγόμενο περιστέρι. Η γωνία που κρέμεται φτάνει ως και κάτω από τη μέση. Η άκρη της έχει κεντημένο ένα ρομβοειδές σχήμα και από εκεί κρέμονται κρόσσια από μάλλινη κλωστή. Στα πόδια φορούσαν μαύρες πλεχτές κάλτσες τα τσοράπια. Εξαρτήματα αποτελούν το μαντίλι (κάρπα), που φανέρωνε αρραβώνα, είναι στολισμένο με δαντέλες, χάντρες, πούλιες και το κρεμούσαν στο πλάι, και τα κιουστέκια (γκερντάνια), αλυσίδες με νομίσματα. Με κιουστέκια στόλιζαν και τη ποδιά. Τα έδεναν από την πάνω αριστερή μεριά ως την κάτω δεξιά ή δενόντουσαν στο επάνω μπροστινό μέρος της ποδιάς σχημάτιζαν ημικύκλιο και κατέληγαν στο πίσω δέσιμο της ποδιάς.

ΑΝΤΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΚΡΑΤΕΡΟΥ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

Η αντρική ενδυμασία του Κρατερού όπως και των άλλων γειτονικών χωριών, αποτελείται από λίγα και απλά ρούχα με βασικά χρώματα, το άσπρο και το μαύρο. Άσπρη είναι η εσωτερική μάλλινη φανέλα με κοντό μανίκι ή αμάνικη και με κόψιμο στο λαιμό.
Άσπρο είναι και το πουκάμισο με άνοιγμα V στο λαιμό, το μάκρος του φτάνει ως τη μέση. Τα μανίκια είναι αρκετά φαρδιά και πτυχωτά. Ο λαιμός του είναι όρθιος παπαδίστικος και στην καλή φορεσιά κεντημένος με ασπροκέντημα.
Το σώβρακο είναι άσπρο βαμβακερό με μπατζάκια ως τον αστράγαλο. Το χειμώνα φορούσαν κάλτσες άσπρες ή μαύρες ως το γόνατο, τα τσουράπια και μακριά άσπρη ή μαύρη σκέλη, (τις γκέτες) από σαγιάκι, που έμοιαζε με παντελόνι και την έδεναν στην μέση με κορδόνι. Από επάνω φορούσαν αμάνικο γιλέκο (γκιουρδία) που κούμπωνε με κόψες ή κουμπιά και το χειμώνα μαύρο ντουλαμά, δηλαδή μακρύτερη γκιουρδία.
Στα χέρια φορούσαν πλεκτά χειρόκτια, άσπρα ή ριγωτά. Στα πόδια φορούσαν γουρουνοτσάρουχα ή ξυλοπάπουτσα. Στο κεφάλι φορούσαν το κέτσε κάτι σαν καλπάκι (φέσι) ή μπερέ με γουνάκι.
Οι άντρες έβγαλαν πιο γρήγορα τις ενδυμασίες τους από τις γυναίκες, και αυτό φαίνεται στις οικογενειακές φωτογραφίες.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Η παραδοσιακή φορεσιά των Ψαράδων Φλώρινας

Σ' αυτό το χωριό που βρίσκεται στην περιοχή της λίμνης Πρέσπας
και η ανδρική και η γυναικεία φορεσιά χαρακτηρίζονται από τα σκούρα χρώματα τους.
Οι γυναίκες φορούσαν πρώτα ένα είδος φανέλας που ήταν μάλλινη, υφαντή και είχε λευκά ή μαύρα μανίκια. Μετά φορούσαν το πουκάμισο που ήταν λευκό, μακρύ (έφτανε λίγο πιο πάνω από την ποδοκνημική άρθρωση και είχε δαντελωτή πλέξη στον ποδόγυρο. Στο στήθος είχε σχίσιμο σε σχήμα V (βε), μισό γιακά και κοντά μανίκια για να φαίνεται από τους αγκώνες και κάτω, η φανέλα. Μέσα από το σχίσιμο πρόβαλε το επιστήθιο που ήταν μάλλινο ή βελούδινο σε σκούρα χρώματα και είχε δαντέλα γύρω στο λαιμό. Ακολουθούσε η «κιουρντία», που ήταν ένα μαύρο μάλλινο πανωφόρι με φαρδιά μανίκια τα οποία γύριζαν πάνω από τους αγκώνες γύρω στους 10 πόντους. H «κιουρντία» έφτανε λίγο πάνω από τα γόνατα αφήνοντας ακάλυπτο μεγάλο μέρος του πουκάμισου. Οι παρυφές της «κιουρντίας» ήταν στολισμένες με πολύχρωμα κεντήματα.

Τέλος φορούσαν από πάνω το «γιλέκι» που ήταν αμάνικο από μαύρο σαγιάκι. Αυτό συνήθως ήταν στολισμένο με μαύρη ή καφέ γούνα ή με μάλλινα κρόσσια. Στη μέση, έδεναν φαρδύ ζωνάρι που είχε περίπου 8 μέτρα μήκος. Το χαρακτηριστικό είναι ότι πάνω από το ζωνάρι τύλιγαν ένα μάλλινο «κορδόνι» με πολύ προσοχή σε παράλληλες σειρές. Κάτω από το κορδόνι έδεναν την ποδιά που ήταν υφαντή μάλλινη σε μαύρο χρώμα και είχε λίγα κεντήματα με στάμπες από λουλούδια. Στη μέση περνούσαν αργυρές πόρπες ή χειροποίητες ζώνες με πετράδια.
Στο κεφάλι φορούσαν μαντήλια συνήθως «αγοραστά» σε διάφορα χρώματα με σταμπωτά λουλούδια. Οι κάλτσες ήταν μάλλινες, μαύρες, υφαντές αλλά τα παπούτσια ήταν «αγοραστά».
H ανδρική φορεσιά έχει και αυτή αρκετές ιδιαιτερότητες. Το πουκάμισο ήταν άσπρο από μάλλινο υφαντό με μακριά φαρδιά μανίκια που κούμπωναν στους καρπούς. Οι περισκελίδες (μπατζάκια) ήταν μαύρες σ' αντίθεση με την φορεσιά των Αλώνων - Μπουφίου. Τέλος το σεγκούνι που ήταν από μαύρο σαγιάκι κούμπωνε σταυρωτά στο στήθος και είχε σχίσιμο
μπροστά. Στολιζόταν με κεντήματα και φούντες στο στήθος. Στη μέση έδεναν φαρδύ ζωνάρι από μαύρο μάλλινο υφαντό ύφασμα.

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Η παραδοσιακή φορεσιά της Αγίας Παρασκευής Φλώρινας

Οι φορεσιά αυτού του χωριού μοιάζει πολύ με την φορεσιά των Αλώνων και έχει πολλά στοιχεία από τη φορεσιά τον Ανταρτικού. Η διαφορά απ' τις φορεσιές των παραπάνω χωριών είναι οι στενές ποδιές, με κυρίαρχα χρώματα το κίτρινο και το μαύρο. Επίσης, κίτρινα είναι και τα κεντήματα των πουκάμισων καθώς και οι πολύ μακριές φούντες των μαντηλιών, που φτάνουν σχεδόν στο πίσω μέρος των μηρών, ξεκινώντας μετά από μια σειρά φλουριά ττου υπάρχουν στην κατάληξη των μαντηλιών. Το πουκάμισο είναι άσπρο και φτάνει κάτω από τα γόνατα.
Στο τέλος τον ποδόγυρου έχει κέντημα το οποίο ακολουθεί τα σχισίματα που βρίσκονται μόνο στο πίσω μέρος του. Στο στήθος είναι ανοιχτό σε σχήμα V (βε) και το άνοιγμα καλύπτεται με επιστήθιο, συνήθως βελούδινο αλλά και πλεκτό σε διάφορα χρώματα, το οποίο καταλήγει στο λαιμό, σε πλεκτή δαντελίτσα. Τα μανίκια τον πουκάμισου φτάνουν μέχρι λίγο κάτω από τον αγκώνα και στο τελείωμα τους έχουν κέντημα με πολύχρωμα λουλούδια. Οι ποδιές έχουν γύρω - γύρω φλουριά και στολίζονται μπροστά στη μέση με άσπρο μαντήλι όταν δεν έχουν κέντημα. Το σεγκούνι είναι κατά κανόνα άσπρο. Οι κάλτσες είναι μάλλινες, πλεκτές, μαύρες με κίτρινα σχέδια όπως και οι ποδιές.
Το βασικό στοιχείο στην ανδρική φορεσιά είναι τα κοντά σεγκούνια που μοιάζουν με γιλέκα.

Η παραδοσιακή φορεσία του Σκοπού (Σκοπός) Φλώρινας

H γυναικεία φορεσιά τον χωριού αυτού είναι αρκετά διαφορετική από τις υπόλοιπες φορεσιές τον νομού. Οι γυναίκες φορούσαν κάτω από το πουκάμισο μια μάλλινη φανέλα με πολύχρωμα μανίκια που έφταναν περίπου μέχρι τον καρπό. Από πάνω φορούσαν το άσπρο πουκάμισο που έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο. Είχε πολλά κεντήματα - κυρίως βυζα¬ντινούς σταυρούς στο λαιμό και στον ποδόγυρο. Τα μανίκια στα καλοκαιρινά πουκάμισα ήταν κοντά λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα και κεντημένα γύρω - γύρω. Στα χειμωνιάτικα ήταν μακριά με σούρες και κούμπωναν στον καρπό. Επειδή το πουκάμισο ήταν ανοικτό μπροστά σε σχήμα V (βε) κάλυπταν το άνοιγμα με επιστήθιο - μονόχρωμο βελούδινο μαντήλι με δαντέλα - που έδεναν πίσω στο λαιμό. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν την «κιουρδία» το μάκρος της οποίας άφηνε να φαίνονται τα σχέδια στον ποδόγυρο τον πουκάμισου. H κιουρδία ήταν φτιαγμένη από μάλλινο ύφασμα - « σαγιάκι»- και είχε κάτω στα πλάγια σχισίματα στολισμένα με μάλλινες φούντες και κέντημα στον ποδόγυρο. Από πάνω φορούσαν την
«αντερία», ύφασμα καπιτονέ χοντρό πού εσωτερικά ήταν άσπρο και εξωτερικά πράσινο, κίτρινο ή μπλε. Η αντερία ήταν αμάνικη και πιο κοντή, από την κιουρδία για να φαίνεται το κέντημά της. Από πάνω τύλιγαν ένα ζωνάρι μήκους τεσσάρων μέτρων περίπου και φάρδους δεκαπέντε εκατοστών και πάνω πάλι απ' αυτό έβαζαν ποδιά που ήταν μάλλινη, μακριά και συνήθως πολύχρωμη ριγέ ή κεντημένη με λουλούδια. Πολλές φορές για ομορφιά, σήκωναν τις δύο άκρες της αντερίας και τις στερέωναν στο ζωνάρι έτσι ώστε να φαίνονταν οι φούντες της κιουρδίας πράγμα που απαγορευόταν όμως μέσα στην εκκλησία. Στα πόδια φορούσαν μάλλινες κάλτσες το χειμώνα και βαμβακερές με τρυπητά σχέδια το καλοκαίρι, που έφταναν μέχρι το γόνατο για να μην αφήνουν γυμνό μέρος τον κορμιού. Στο κεφάλι φορούσαν μαντήλι συνήθως κίτρινο με λουλούδια αλλά και άσπρο ή μαύρο επίσης με λουλούδια. Το μαντήλι ήταν χειροποίητο και είχε μεγάλη αξία γι' αυτό και το κορίτσι στο προξενιό παράγγελλε από το αγόρι ένα μαντήλι. Για παπούτσια είχαν γουρουνοτσάρουχα.
Η ανδρική στολή τον χωριού Σκοπός ήταν ίδια με την ανδρική στολή των Αλώνων.

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Η παραδοσιακή φορεσιά των Αλώνων Φλώρινας

Τα Άλωνα βρίσκονται 7 χιλιόμτρα δυτικά της Φλώρινας. Έχουν γύρω στους 150 κατοίκους που ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Πολλοί κάτοικοι μετανάστευσαν στην Αμερική και τον Καναδά. Οι Αλωνιώτες αγαπούν στις φορεσιές τους τα «κλειστά χρώματα».
Τις «καλές» φορεσιές τις φυλάνε στην κασέλα με μήλα για να μυρίζουν ωραία.
Η γυναικεία ενδυμασία μοιάζει με την φορεσιά του Ανταρτικού σε σχήμα, αλλά διαφέρει στα χρώματα και στο διάκοσμο. Πρώτα φορούν μια τραχηλιά. Μετά φορούν μια φανέλα πλεκτή ή υφαντή με διακοσμητικά μανίκια, πλεκτά ή από αγοραστό ύφασμα. Ακολουθεί το πουκάμισο από λευκό βαμβακερό υφαντό με ελάχιστο κέντημα στον λαιμό, ποδόγυρο και στα μανίκια. 0 διάκοσμος των μανικιών παλαιότερα ήταν στο εσωτερικό τους μέρος και φαινόταν μόνον σαν τα γύριζαν ρεβέρ.
Τα σχέδια των κεντημάτων του πουκαμίσου έχουν διάφορα ονόματα που μεταφρασμένα από το τοπικό ιδίωμα είναι: «η φτέρη» με μπλε νήμα, «τα κλειδιά» με μαύρη κλωστή και το «βλεφαράκι». Τα κεντημένα με λευκό νήμα πουκάμισα είναι λευκά. Το πιο πλούσια σε κέντημα πουκάμισο είναι το μαύρο, το μαύρο και χρυσό και εκείνο με χάνδρες που είναι το νυφικό.
Πάνω από το πουκάμισο φορούν ένα μαύρο μάλλινο σιγούνι κεντημένα στο λαιμό και στο ποδόγυρο. Το σιγούνι το φορούν πάντα ακόμη και σε πένθος, οπότε το γυρίζουν ανάποδα, μια και Θεωρείται μεγάλη ντροπή να εμφανισθούν χωρίς αυτό. Ανάλογα με το σχέδιό του, έχει διάφορα ονόματα: «με κουμπιά», «το πολύ κεντημένο», με σταυρουδάκια.
Την μέση τυλίγουν με μακρύ μαύρο κορδόνι πάχους ένα δάχτυλο περίπου (πολύ παλιά φορούσαν και ζωνάρι) . Μετά δένουν την ποδιά μάλλινη υφαντή. Η ποδιά υφαίνεται με 4 πατίτρες και πολύ λεπτό χτένι. Η πιο πρόχειρη ποδιά είναι βαμβακερή, ριγέ κυρίως άσπρη και μαύρη. Αυτή φοριέται και από τούς άντρες στα γλέντια και τους γάμους σαν πρόκειται να κεράσουν. Οι ποδιές των Αλώνων είναι πολύ φαρδιές σε σκούρα χρώματα. Την ποδιά στολίζουν από την μέση προς τα δεξιά και πίσω. Επίσης στερεώνουν μια μικρή πετσέτα από λευκό βαμβακερά υφαντό με ενυφασμένα πολύχρωμα σχέδια στις δύο άκρες που λέγεται «Κάρπα».

H κάρπα έχει σχήμα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Σαν διπλωθεί στα δύο έχει φάρδος 5 πόντους περίπου, ενώ το μήκος της κυμαίνεται. Την φορούν από τη μέση της ποδιάς προς τα δεξιά, την περνούν στο ζωνάρι και αν περισσεύει πέφτει στο πλάι. Μετά η κάρπα αντικαταστάθηκε από αγοραστό μαντίλι που το διπλώνουν στο ίδιο φάρδος και το φορούν κατά τον ίδιο τρόπο. Αργότερα την Θέση του πήρε τεμάχιο φαρδιάς κορδέλας. Ανάμνηση αυ¬τής της συνηθείας είναι ένα μικρό κομματάκι κορδέλας φάρδους ενός πόντου και μήκους τριών πόντων ραμμένο στην ποδιά που κανείς από τους νεωτέρους δεν γνωρίζει γιατί υπάρχει εκεί.
Πάνω από όλα αυτά φορούν την σιγούνα, ίδια σε κοψιά με του Ανταρτικού, αλλά με σκούρο διάκοσμο. Πολλές φορές ανάμεσα στα δύο σιγούνια φορούν γιλέκο χωρίς μανίκια με γούνα αλεπούς στο λαιμό. Τα μανίκια αυτά θυμίζουν εκείνα τού Ανταρτικού.
Στο λαιμό φορούν γιορντάνι, περιλαίμιο κόσμημα από σαγιάκι κεντημένο με χάνδρες πάνω στο οποίο είναι ραμμένα 13 νομίσματα.
Στα πόδια φορούν το χειμώνα τσουράπια με πατούσα, ενώ το καλοκαίρι τα τσουράπια χωρίς πατούσα και κυκλοφορούν ξυπόλητες.
Παπούτσια φορούν σπάνια και είναι συνήθως Κοζανίτικα δώρα του γαμπρού προς όλη την οικογένεια.
Τα μαλλιά τους τα χτενίζουν ως εξής: Χωρίστρα στη μέση, δύο κοτσίδες στην πλάτη, στο μέτωπο πολύ αραιές φράντζες, τις οποίες κολλούν στο μέτωπο με ζάχαρη. Σε κάθε κρόταφο στρίβουν μια μακρύτατη μπούκλα, τα «τσουλούφια», τα οποία δένουν από το βράδυ με κορδέλες. Στο κεφάλι διευθετείται το μαντήλι, λευκό βαμβακερό υφαντό τετράγωνο που στη μια γωνιά έχει διακοσμητικά κεντήματα και μακρύτατη φούντα μαύρη, άσπρη, ή ασπρόμαυρη. Η εκ διαμέτρου αντίθετη γωνία στερεώνεται στην κορυφή τού κεφαλιού αφού απλωθεί εσωτερικά. Οι δύο άλλες άκρες προεξέχει προς τα πάνω οπότε το δέσιμο λέγεται «κερατάκι». Καμιά φορά το μαντήλι δένεται χαμηλά στο μέτωπο. Το πρόχειρο μαντήλι, το τσεμπέρι δηλαδή λέγεται «Σκέπη». Η φορεσιά αυτή στην απλούστερη μορφή φοριέται σήμερα μόνο σε χορευτικές επιδείξεις.
Συγγενικό σε φορεσιά χωριό είναι το χωριό Ακρίτας.
Ι. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ (Τεύχος 99)

Η παραδοσιακή φορεσιά του Ανταρτικού (Ζελόβου) Φλώρινας

Το Ανταρτικό βρίσκεται Ν.Δ. της Φλώρινας, σε υψόμετρο 1050 μέτρα.
0 παλιός τύπος της νυφικής φορεσιάς τού Ανταρτικού ονομάζεται «καινούργια ρούχα». Πρώτα φορούν μια τραχηλιά που γίνεται από άσπρο χασέ και στολίζεται με διάφορες χάντρες, κουμπάκια και κεντήματα πολύχρωμα.
Ακολουθεί μια φανέλα υφαντή πλεκτή με πρόσθετα πλεχτά μανίκια όπου κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα, όπως σε όλη τη φορεσιά. Μετά φορούν το πουκάμισο, λευκό υφαντό με πολύχρωμα κεντήματα στο λαιμό και στα μανίκια και λευκά κεντήματα στον ποδόγυρο (αζούρ). Πάνω από το πουκάμισο φορούν υφαντό μπούστο με μανίκια από σαγιάκι, εσωτερικά κεντήματα με βελονιά γκομπλάιν πάνω σε κόκκινο βαμβακερό κάμποτ, φθάνουν έως τον καρπό και ανασηκώνονται ρεβέρ πάνω από τον αγκώνα, να φανεί το κέντημα. Ακολουθεί η «Σαγία ή Σαγιάς» που είναι λευκά ολοκέντητο αμάνικο σιγούνι. Τα κεντήματα συχνά καλύπτουν με πάμπολλα μεταλλικά ελάσματα που σχηματίζουν δύο πλάκες κάτω από το στήθος.
0 λευκός σαγιάς φοριέται μόνο στους γάμους και τις γιορτές, τις άλλες μέρες είναι μαύρο. Στη μέση τυλίγουν ένα μακρύτατο ζωνάρι, μάλλινο μαύρο, υφαντό σε λεπτές άσπρες ρίγες πού το διπλώνουν κατά μήκος και το τυλίγουν χαλαρά λίγο πιο κάτω απ' τη μέση. Αυτό συγκρατείται από το κορδόνι της ποδιάς, η οποία είναι βασικά κόκκινη, μάλλινη, με ενυφασμένα πολύχρωμα σχέδια και μάλλινα κρόσσια.
Την ποδιά συχνά διακοσμούν με χάντρες, νομίσματα και μπρούτζινα ελάσματα. Πάνω από το ζωνάρι φορούν μια χάντρινη ζώνη με την αρ¬γυρή συρματερή πόρπη, αγορασμένη από το πιο φημισμένο κέντρο αργυροχοΐας της Μακεδονίας. Τέλος φορούν ένα είδος σιγούνας διακοσμημένης με κόκκινα γαϊτάνια.
Τα δύο πλάγια της γυρίζουν ελαφρά προς τα έξω και βαστιούνται πίσω με δύο κορδόνια περιτυλιγμένα με πολύχρωμα μαλλιά.
Η σιγούνα, αφού υφανθεί από μαύρο μαλλί αρνιού και αφού χτυπηθεί στο ποτάμι βάφεται για να γίνει το χρώμα της πιο ζωντανό με καρυδότσουφλο, αλλά και νεώτερα με καραμπογιά. Στα πόδια φορούν τον χειμώνα τσουράπια με πατούσα, το δε καλοκαίρι φορούν τσουράπια χωρίς πατούσες και κυκλοφορούν ξυπόλητες. Τα παπούτσια εθεωρούντο πολύτιμο είδος και ήταν δώρο τού γαμπρού προς όλη την οικογένεια της νύφης.
Τα μαλλιά τα χτενίζουν χωρίστρα και δύο κοτσίδες πού πέφτουν πίσω. Τέσσερα δάχτυλα μετά την αρχή των μαλλιών στο μέτωπο φοριέται υφαντή κορδέλα με σχέδια, η δε νύφη πίσω από την κορδέλα φορά κόκκινο φέσι με υποσαγώνιο χάντρινο. Ακολουθεί μαντήλι.
Το παλιό μαντήλι και κυρίως το νυφικό είναι από χασέ σε σχήμα τετράγωνο. Έχει τη μία γωνία πολύ κεντημένη, κυρίως με κόκκινο χρώμα, τις άλλες δύο λιγότερο κεντημένες απ' όπου κρέμονται δύο κορδονάκια με μικρή φούντα και κουδούνια, η δε εκ διαμέτρου αντίθετη γωνία προς την πολύ κεντημένη τσακίζεται εσωτερικά και στερεώνεται μ' ένα κεντητό σταυρό, αυτό είναι το τμήμα που τοποθετούν στο μέτωπο.

Οι δύο άκρες με τα φουντούκια και τα κουδούνια τότε δένονται προσεκτικά πίσω. Άλλα μαντήλια νεώτερα είναι και τα δύο μάλλινα αγορασμένα παλιότερα από την Έδεσσα φερμένα από την Αυστρία. Έχουν και τα δύο σταμπάτα λουλούδια αλλά η «Καλημέρκα» έχει τα πιο πολλά. Το απλό μαντήλι είναι η «Σκέπη» που είναι το γνωστό μας τσεμπέρι. Πολλές φορές βάζουν ένα λουλούδι στο δεξί αυτί. Σε πένθος φορούν τον «Σαγιά» ανάποδα διότι Θεωρείται μεγάλη ντροπή να τον βγάλουν τελείως. Η διαφορά που έχει η παλιά με τις νεώτερες ενδυμασίες, είναι η απλούστευση του διάκοσμου όλων των τμημάτων της φορεσιάς, η εξαφάνιση του φεσιού, του άσπρου «Σαγιά» κ.ά.
Σήμερα ελάχιστες γριές γυναίκες φορούν την παλιά καθημερινή φορεσιά και οι νέες κοπέλες έχουν από μια καλή φορεσιά του νεώτερου τύπου, μόνο για χορευτικές εκδηλώσεις.

Τα παιδικά ρούχα ήταν ακριβώς όπως των μεγάλων. Τα μωρά τα φασκιώνουν και τα σκεπάζουν με μια κάπα. Αυτή η κάπα γίνεται από ορθογώνιο παραλληλόγραμμο μάλλινο υφαντό ύφασμα με σχέδια όπως της ποδιάς που διπλώνουν στα δύο και ράβουν στο στενότερο του μέρος. Το διακοσμούν με πολύχρωμα φουντάκια, νομίσματα και χάντρες. Μ' αυτό σκεπάζουν το μωρό στην κούνια ή του σκεπάζουν το κεφάλι σαν κουκούλα ή στο μέρος που σχηματίζει θήκη χώνουν τα πόδια του σαν το βαστούν. Συγγενικά με τη φορεσιά του Ανταρτικού είναι έξι περίπου χωριά στις όχθες του Λαδοπόταμου (Ζελοβίτη).

Ι. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ (Τεύχος 99)

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Η Τοπική φορεσιά της Σκοπιάς Φλώρινας


Η έμφυτη τάση της Σκοπιώτισσας για τη διακόσμηση της μαζί με την αισθητική και καλλιτεχνική της αντίληψη το ωραίο, φαίνεται στη διακόσμηση της τοπικής φορεσιάς. Το πώς διαμορφώθηκε αυτή η φορεσιά είναι άγνωστο, γιατί χάνεται στα βάθη του χρόνου. Πιθανόν τα στοιχεία εκείνα που Θα πρέπει να έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή της να ήσαν:1)η ιστορία 2) ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας 3)η πίστη στη παράδοση 4)τα υλικά που διέθεταν και η επεξεργασία τους και 5)η λειτουργικότητά της (χειμερινή, Θερινή, επίσημη, καθημερινή κτλ).
Η γυναικεία φορεσιά πραγματικά είναι μοναδική σε ομορφιά. Έχει πάρει το 1ο βραβείο ομορφότερης τοπικής φορεσιάς και δυο όμορφες κοπελιές του χωριού μας, η Μελπομένη Ζώλη και η Πασχαλινή Ζώλη, κόσμησαν με την ομορφιά, τη στολή και τις κορμοστασιές τους το χαρτονόμισμα των 100 και 1000 δρχ. της τράπεζας της Ελλάδος, το έτος 1939.
Τη φορεσιά της Σκοπιάς αποτελούν το: πουκάμισο(κουσούλα),που μπαίνει κατάσαρκα, και έχει χρώμα άσπρο. Η τραχηλιά(γκουσνίτσε),που μπαίνει κάτω από το πουκάμισο, καλύπτει το στήθος και έχει χρώμα μαύρο, κόκκινο ή μπλε και βελούδινο. Το αντερί, που είναι βαμβακερό με σκούρο βυσσινί χρώμα ή μαύρο με κίτρινες ρίγες, ακόμη και πράσινο με κίτρινες ρίγες λεπτές φαρδιές.

Αντί για αντερί το χειμώνα φορούσαν το κιουρντί που ήταν χοντρό μάλλινο
και είχε μαύρο χρώμα. Πάνω από το αντερί φορούσαν το μιντάνι (πόλκα) πού είναι σκούρο με ρίγες μέχρι τη μέση και με μανίκια. Τέλος από πάνω φορούσαν μαύρο χειμωνιάτικο επενδυτή(κουσάλε) που έφτανε λίγο πιο πάνω από το αντερί. Είχε γούνα γαρνιρισμένη στα πέτα, επίσης μαύρου χρώματος. Η ποδιά (πρέγατς) είναι κόκκινη με μαύρες ρίγες, με κεντημένη άσπρη κορδέλα σαν τρίγωνα στις κάτω άκρες και στη μέση επίσης άσπρη οριζόντια κορδέλα ανάμεσα στα δύο τρίγωνα. Η ζώνη (πογιάσι) είναι μπλε ή βυσσινιά. Στο Κεφάλι Φοράνε σάρπα και από πάνω πιασμένο άσπρο μαντήλι ή και κίτρινο. Δεξιά και πάνω στο μαντήλι πάντα ένα λουλούδι. Τα κοσμήματα είναι κολιέ με χάντρες, γιορντάνια, σκουλαρίκια και πάντα μια αγκράφα καρφιτσωμένη στη μέση του στήθους απ’ όπου ξεκινάν αλυσίδες και από τις δύο μεριές, που έχουν περασμένα νομίσματα και οι άκρες τους καρφιτσώνονταν η κάθε μια και σ’ ένα ώμο (κόπετσς). Στη ζώνη ένα πολύχρωμο μαντηλάκι (είναι για τις ανάγκες του χορού) και οι κάλτσες
(τσοράπια) χοντρές μάλλινες σε μαύρο ή μπλε σκούρο χρώμα. Τα παπούτσια παλιά ήταν από δέρμα γουρουνιού (πίντσι ή γουρουνοτσάρουχα). Αυτή είναι η φημισμένη μας στολή. Η αντρική είναι πιο απλή. Το πουκάμισο έβγαινε κάτω από κιουρντί που ήταν από μαύρο χοντρό μάλλινο ύφασμα, το σαγιάκι. Τα μπαινοβράκια (μπινεβρέντζι) μαύρα και τα γιορτινά άσπρα από σαγιάκι και αυτά, τα φορούσαν στα πόδια μέχρι το βρακί περίπου. Από πάνω το μαύρο μάλλινο και χοντρό πανωφόρι που το λέγανε σαγιάκι για να μην κρυώνουν. Τα παπούτσια γουρουνοτσάρουχα. Κάποιες πληροφορίες λένε ότι οι άντρες φορούσαν στο κεφάλι κάτι σαν φέσι που είχε μαύρο χρώμα . Οι άντρες φορούσαν και φουστανέλες.

Λεωνίδας Ζώλης

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Η γειτονία Ρετζί. Δημήτριος Μεκάσης

Λέγαμε παλιά «Το Ρετζί» και εννοούσαμε την γειτονιά της οδού Παύλου Κύρου και τμήμα της οδού Ιωάννη Άρτη, από την οδό Παύλου Μελά και μέχρι το ποτάμι, καθώς και από τμήμα της οδού Σταμπουλή, από την Παύλου Μελά προς την οδό Παύλου Κύρου και τέλος την νέα οδό, που ονομάζεται Αερόπου. Το όνομά της το πήρε από την εταιρεία του μονοπωλίου καπνού, που ονομαζόταν «Ρεζί», και στεγαζόταν στην γωνία των οδών Παύλου Κύρου και Ιωάννη Άρτη. Οι τούρκοι όμως την λέξη αυτή την πρόφεραν ως «Ρετζί».
Γι αυτό και η γειτονιά ονομαζόταν «Ρετζί» επί εκατό περίπου χρόνια, από το 1890 μέχρι την δεκαετία του 1990, που κατεδαφίστηκε και το τελευταίο τμήμα του κτηρίου.
O καπνός και οι καπνοκαλλιέργειες πέρασαν από πολλές φάσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία, από την εμφάνιση του, το 1612, και μέχρι το 1912, που με τους βαλκανικούς πολέμους απελευθερώθηκαν οι λαοί της ευρωπαϊκής Τουρκίας. 0 καπνός άλλες φορές απαγορευόταν από του Οθωμανούς και άλλες φορές καλλιεργούταν επίσημα, μέχρι που οι καπνιστές έγιναν πάρα πολλοί, και η οθωμανική διοίκηση αντιλήφτηκε ότι με την φορολογία του καπνού μπορούσε να ξεχρεώσει το εξωτερικό της χρέος.
Στις 28 Μαΐου 1883 εξεδόθη το αυτοκρατορικό φιρμάνι (διάταγμα), με το οποίο παρεχωρείτο το μονοπώλιο του καπνού σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, στην ανώνυμη εταιρεία «Ρεζί». Η επίσημη ονομασία της εταιρίας ήταν «Societe de Ια Regie des Ταbαcs de I' EmpΊre OttOmans», που σημαίνει: «Εταιρία της συνενδιαφερομένης διαχειρίσεως των καπνών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». Η γαλλική επωνυμία της εταιρίας μπέρδευε τους περισσότερους, που νόμιζαν ότι ήταν γαλλική εταιρία. Η Ρεζί δεν ήταν γαλλική εταιρία. Η εταιρία αυτή φτιάχτηκε από το οθωμανικό κράτος με την συμμετοχή του έλληνα τραπεζίτη από την Βιέννη, Λεοπόλδου Μπαλτατζή, ιδιοκτήτη της τράπεζας Kredit-Anstalt, του γερμανού τραπεζίτη Bleichόder και της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας. Το οθωμανικό κράτος με τους παραπάνω τραπεζίτες είχαν το προνόμιο εκμετάλλευσης του μονοπωλίου καπνού σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η γαλλική επωνυμία της ανώνυμης εταιρίας ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθεί από τους λαούς της αυτοκρατορίας, αλλά και από το επίσημο οθωμανικό κράτος, καθώς οι περισσότεροι δεν γνώριζαν γαλλικά. Γι αυτόν τον λόγο, από όλη την επωνυμία κράτησαν την λέξη «Regie», που προφέρεται «Ρεζί» και σημαίνει διαχείριση αγαθών, δημόσια επίβλεψη έργων, υπηρεσία εισπράξεων έμμεσων φόρων. Η Ρεζί είχε το προνόμιο να πουλά τον σπόρο, για τις καλλιέργειες καπνού στους καπνοκαλλιεργητές, να αγοράζει όλα τα καπνά, να τα επεξεργάζεται και να τα πουλάει στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αλλά και στο εξωτερικό. Έδινε ακόμη και δάνεια στους καπνοκαλλιεργητές. Είχε επίσης και το μονοπώλιο του τσιγαρόχαρτου. Κανείς καπνοκαλλιεργητής δεν μπορούσε να πουλήσει αλλού την παραγωγή καπνού, παρά μόνο στην Ρεζί. Τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά, καθώς η Ρεζί διέθετε και ένοπλα τμήματα, τους «κολτζήδες», οι οποίοι είχαν όλο το δικαίωμα να ελέγχουν τους καπνοκαλλιεργητές, για να αποφευχθεί το λαθρεμπόριο του καπνού. Οι καλλιεργητές μπορούσαν να κρατήσουν από την σοδιά τους μόνο μια μικρή ποσότητα καπνού για ατομική χρήση.
Η Ρεζί ήταν μια λαομίσητη εταιρία, που εκτός την φορολογία και τα υπερκέρδη ευθύνονταν και για πολλές δολοφονίες. Οι κολτζήδες, οι ένοπλοι φύλακες της εταιρείας, είχαν κάθε δικαίωμα να πυροβολούν με
την παραμικρή υποψία. Πολλοί καπνοκαλλιεργητές, αλλά και αγωγιάτες έπεσαν νεκροί από τα βόλια των κολτζήδων, πριν ακόμη αποδειχτεί η ενοχή τους. Οι κολτζήδες δεν δικαζόταν ποτέ, καθώς η Ρεζί ήταν το ίδιο το κράτος, σε ένα διεφθαρμένο κράτος, όπως αυτό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά την συνταγματική αποκατάσταση του 1908, πολλοί ήταν αυτοί που ζητούσαν την κατάργηση της Ρεζί. Όμως η Τουρκία δεν ήταν σε θέση να ξεπληρώσει τα χρέη της, ούτε να δώσει τα μερίδια της εταιρείας στους ξένους τραπεζίτες. Τελικά η Ρεζί καταργήθηκε από τον Κεμάλ, το 1923, με την συνθήκη της Λωζάννης. Έκλεισε η Ρεζί μετά από σαράντα χρόνια παρουσίας και σκληρής φορολογίας.
Στη Φλώρινα η εταιρεία Ρεζί, μετά το 1883, αγόρασε μια μεγάλη έκταση στην γωνία των σημερινών οδών I. Άρτη και Παύλου Κύρου και έχτισε ένα τεράστιο πέτρινο διώροφο κτήριο, που αποπερατώθηκε το 1890 περίπου. Ήταν το μεγαλύτερο κτήριο που χτίστηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ήταν μια τεράστια καπναποθήκη, όπου συγκεντρώνονταν όλα τα καπνά της περιοχής, και εκεί μέσα γινόταν η επεξεργασία του καπνού. Υπήρχαν τα γραφεία της εταιρείας και ο χώρος όπου έμεναν οι φύλακες κολτζήδες, και οι στάβλοι για τα άλογά τους.
Η εταιρεία Ρεζί είχε και ένα παρατηρητήριο στον λόφο, όπου σήμερα βρίσκεται ο Σταυρός. Εκεί στην κορυφή υπήρχε ένα μικρό βυζαντινό κτίσμα, το οποίο επισκεύασε η Ρεζί και με βάρδιες οι κολτζήδες, με τα κιάλια έλεγχαν τον κάμπο. Αν από ψηλά έβλεπαν στον κάμπο να περνάει κανένα καραβάνι, ένας από τους κολτζήδες κατέβαινε με άλογο από το βουνό και ειδοποιούσε το απόσπασμα που έδρευε στο κτήριο της εταιρίας. Οι οπλισμένοι κολτζήδες με γρήγορα άλογα πρόφθαναν το αργό καραβάνι και έκαμναν τον έλεγχο για να εντοπίσουν, αν το καραβάνι μετέφερε λαθραίο καπνό. Οι αυστηροί έλεγχοι γινόταν για να πατάξουν το λαθρεμπόριο καπνού, το οποίο μείωνε τα έσοδα της αυτοκρατορίας.
Διευθυντής της Ρεζί ήταν ένας τουρκαλβανός Μπέης, καθώς και οι κολτζήδες ήταν αλβανοί και οι περισσότεροι υπάλληλοι και καπνεργάτες της εταιρείας. Όλοι ήταν αλβανιστές, δηλαδή αλβανοί εθνικιστές, που και αυτοί περίμεναν την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ονειρευόταν μια μεγάλη Αλβανία, όσο το πασαλίκι του Αλή Πασά. Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα οι έλληνες της Φλώρινας είχαν να αντιμετωπίσουν την σκληρότητα των αλβανών κολτζήδων, που μισούσαν τον ελληνισμό. Ένας φορτοεκφορτωτής της εταιρίας ήταν και κουτσαβάκης, και αμολούσε το ζωνάρι του και αναζητούσε φασαρίες. Αλίμονο στον χριστιανό που περνούσε έξω από το κτήριο της Ρεζί, όταν αυτός ήταν στον δρόμο. Χτυπούσε με γροθιές και κλωτσιές τους περαστικούς χριστιανούς και λογαριασμό δεν έδινε σε κανέναν. Αλλά και οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να βρουν το δίκαιο τους, καθώς η τούρκικη δικαιοσύνη ήταν πάντα υπέρ των μουσουλμάνων.
Με τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 οι βαλκανικές χώρες απελευθερώθηκαν και τυπικά η Ρεζί έκλεισε. Παρέμεινε όμως καπνομάγαζο, κάτω από ειδικές ρυθμίσεις, καθώς οι ξένοι τραπεζίτες πίεζαν και ζητούσαν τα μερίδια τους. Η Ρεζί λειτούργησε με τις ειδικές διατάξεις μέχρι το 1923, που υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάννης και η Ρεζί έκλεισε οριστικά. Έκλεισε και η Ρεζί της Φλώρινας και το κτήριο πέρασε στα ανταλλάξιμα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 το κτήριο χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό. Εκεί στεγάστηκε μια μικρή μονάδα του πεζικού και τα γραφεία του Μεθοριακού Τομέα. Ένα μικρό στρατόπεδο, όπου μαγείρευαν περισσότερο φαγητό και κάθε μεσημέρι το περίσσευμα το έδιναν στους φτωχούς και τους πεινασμένους. Ένα στρατόπεδο διαφορετικό, όπου συχνά έπαιζαν καραγκιόζη για την ψυχαγωγία των στρατιωτών, αλλά και των μαθητών των σχολείων της Φλώρινας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 το κτήριο της Ρεζί αγοράστηκε από ιδιώτες. Αγοράστηκε από τον Σταύρο και Μαρία Παππά και τον εργολάβο Λάζαρο Παπατριανταφύλλου. Αργότερα ένα τμήμα του κτηρίου αγοράστηκε από τον Σπύρο Μπέλτσο.
Κατά την γερμανική Κατοχή το κτήριο της Ρεζί χρησιμοποιήθηκε από τον γερμανικό στρατό ως αποθήκη υλικών, αλλά και κρατητήρια αντιστασιακών. Και όταν έφυγαν οι γερμανοί, ακολούθησε η πολιτική περίοδος των αναταραχών και των ενόπλων συγκρούσεων. Το ΚΚΕ καλούσε τον κόσμο στα βουνά, ενώ χωροφυλακή έκαμνε συλλήψεις. Το κτήριο της Ρεζί μετατράπηκε σε φυλακή. Το 1947, υπήρχαν 460 περίπου αριστεροί κρατούμενοι. Την νύχτα της 28ης Μαΐου 1947 οι αντάρτες επιτέθηκαν στην Φλώρινα για να τιμωρήσουν του δεξιούς αλλά και να απελευθερώσουν τους κρατούμενους. Περίπου 400 αντάρτες περικύκλωσαν τις φυλακές της Ρεζί, αλλά βρήκαν ισχυρή αντίσταση από την φρουρά, καθώς υπήρχαν περιμετρικά πολυβολεία και τα πυρά τους ήταν διασταυρούμενα. Οι αντάρτες πλησίασαν το κτήριο της Ρεζί, αλλά δεν κατάφεραν να το πάρουν. Τα ξημερώματα ήρθαν ενισχύσεις, που ήταν στρατιώτες του εθνικού στρατού και οι ηττημένοι αντάρτες πήραν τους νεκρούς τους και τους τραυματισμένους και οπισθοχώρησαν προς τα βουνά. Οι φυλακές στην Ρεζί λειτουργούσαν σε όλη την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Αργότερα τμήμα του κτηρίου της Ρεζί, προς την οδό Σταμπουλή, μετατράπηκε σε κατοικίες, όπου κατοίκησε η Δωροθέα Παππά, και η οικογένεια Παπα-Τριανταφύλλου.
Πριν χτιστούν οι πολυκατοικίες στην γειτονιά Ρετζί υπήρχαν μόνο μονοκατοικίες, μαντριά, κήποι και αλάνες. Στην οδό Ιωάννη Άρτη, από το τζαμί και προς τα πάνω, στην δεξιά μεριά όπου σήμερα είναι η οδός Αερόπου ήταν το σπίτι του μανάβη Βασίλη Μήτκα, στο βάθος το σπίτι και η στάνη του Βαγγέλη Παπαπούλια, το σπίτι του κηπουρού Θεόδωρου Γκατζούλη, το σπίτι του καπελά Αθανάσιου Γρούιου, το σπίτι του Πέτρου Ζηβονίδη, που πουλούσε αυγά και άλλα προϊόντα στο παζάρι, και μετά ήταν η αυλή της Ρεζί και στη συνέχεια το πέτρινο κτήριο της εταιρίας μέχρι την γωνία με την οδό Παύλου Κύρου. Ακολουθώντας την οδό Παύλου Κύρου στην δεξιά μεριά ήταν το κτήριο της Ρεζί και μετά μια μεγάλη αλάνα. Δεξιά η οδός Σταμπουλή ήταν αλάνα και προς την οδό Παύλου Μελά ήταν το σπίτι του σταμνά Παντελή Μυλωνά και δίπλα το σπίτι του σταμνά Βασίλη Αλεξόπουλου. Απέναντι, στην ίδια οδό, την οδό Σταμπουλή ήταν το σπίτι του Παναγιώτη Μουλιέρη, που ήταν δημόσιος υπάλληλος, πιο κάτω ήταν ένα αδιέξοδο στενάκι, όπου ήταν το σπίτι του σαμαρά Ευάγγελου Μέλλιου και το σπίτι του τσαγκάρη Αναστάσιου Μάνη. Έξω από το στενάκι ήταν το σπίτι του χαλκοποιού Μιχαήλ Μπεδίστη και δίπλα το ωραίο νεοκλασικό σπίτι, που υπάρχει και σήμερα, του μυλωνά Κώστα Γκίλου ή Λάζου. Στη συνέχεια ήταν το σπίτι του παπα - Βασίλη Ηλίαδη. Μετά την αλάνα δεξιά ήταν η οδός Παύλου Κύρου, όπου ο Στράτος Μαθρακάς είχε το μαντρί του και αποθήκη ακατέργαστων δερμάτων. Πιο πάνω επί της οδού Παύλου Κύρου ήταν το σπίτι του δικηγόρου Νικόλαου Παπακωνσταντίνου, το σπίτι των σαμαράδων Παντελή και Γιώργου Μέλλιου, του σπίτι του έμπορου υποδημάτων Θαλή Παρίση και μέσα στο αδιέξοδο στενάκι το σπίτι των γουναράδων Αλέκου και Θωμά Γουναρά, και το σπίτι του χρυσοχόου Πέτρου Παπατράικου. Μετά ήταν το σπίτι του ράφτη Χρήστου Παπαχαρίση, το σπίτι του γεωπόνου Μπούμου, που μετά έγινε χώρος στάθμευσης του ξενοδοχείου «Ελληνίς», το σπίτι του υπάλληλου Γεώργιου Καλαούζη και στην γωνία με την οδό Σαρανταπόρου ήταν ένα οικόπεδο. Στην απέναντι γωνία των οδών Σαρανταπόρου και Παύλου Κύρου ήταν το σπίτι του καραγωγέα Στώικου. Συνεχίζοντας την οδό Παύλου Κύρου προς τα κάτω μετά ήταν το σπίτι ιδιοκτησίας Νικολάου Ζάικου, όπου έμενε ο δάσκαλος Δημήτριος Κύρου και ο σιδηροδρομικός Κωστόπουλος. Μετά ήταν το σπίτι του Στέφανου Σιδηρόπουλου, το σπίτι του αυτοκινητιστή Πέτρου Καμπασνίτσαλη, το σπίτι του δικαστικού υπαλλήλου Δημήτριου Μούκα, το σπίτι του κρεοπώλη Αθανάσιου Μούζα, το σπίτι της Ελευθερίας Βόικου, όπου μετά έμενε η κόρη της Θάλεια, νηπιαγωγός, και ο σύζυγός της Ανέστης Διαμαντόπουλος, υπάλληλος των ταχυδρομείων, το σπίτι του Μπογιάνου Στώιτσε, ένα μαντρί, και μετά το σπίτι του τυροπιτά Πέτρου
Γεωργιάδη στην γωνία των οδών Παύλου Κύρου και Ιωάννη Άρτη.
Μετά την γωνία συνεχίζοντας την οδό Ιωάννη Άρτη, ήταν το σπίτι του γεωργού Τραϊανού Μοστάκη, όπου μετά έμενε η εγγονή του Παρασκευή και ο σύζυγός της Νικόλαος Λιούκρας, εμπειροτέχνης. Μετά ήταν το σπίτι του παπλωματά Ιωάννη Παπαγεωργίου, το σπίτι του ράφτη Δημήτριου Παπαγεωργίου, το σπίτι της Γεωργίας Αθανασίτσα και μετά ήταν μια μεγάλη αυλή όπου ήταν το σπίτι τον Ευάγγελου Μπλάζε, που είχε πάντα πελώρια ουγγαρέζικα άλογα και ένα δίτροχο κάρο με το οποίο μετέφερε άμμο και αλάτι. Εκεί έμενε και ο γανωτής Γεώργιος (Τζώτζιας) Κλημιάδης. Στη συνέχεια ήταν το σπίτι του ξυλοκόπου Νικόλαου Σταυρέτη, και μετά το ακατοίκητο κίτρινο διώροφο σπίτι, που υπάρχει και σήμερα, που ανήκει σε κάποιους Φλωρινιώτες μετανάστες. Σε αυτό στεγάστηκε η ταβέρνα του «Πίκη» στο τέλος της
δεκαε¬τίας του 1980. Πίσω από αυτό το σπίτι κατοικούσε ο ράφτης Τρύφων Μπουμτίνης, και μετά ήταν ένα οικόπεδο στην γωνία I. Άρτη και Σαρανταπόρου. Εκεί κάποτε υπήρχε ένα γωνιακό σπίτι, κάποιου Γιώργου, που βομβαρδίστηκε από την ιταλική αεροπορία το 1940, όπου σκοτώθηκαν αρκετοί πολίτες και στρατιώτες.
Απέναντι ήταν ένα σπίτι στο ποτάμι, του κηπουρού Παντελή Μαλελή, και συνεχίζοντας την οδό Ιωάννη Άρτη, μετά ήταν το σπίτι του κηπουρού Χρήστου Μαλελή, το σπίτι του γεωργού Παντελή Δινόπουλου, του Κώστα Αντωνίου, το σπίτι του κηπουρού και μανάβη Ανδρέα Καραβασίλη, του Γεώργιου Καραβασίλη, που εργαζόταν στο σινεμά, και του Δημήτρη Καραβασίλη, που είχε μαγαζί ξηρών καρπών στο Κεντρικό. Μετά ήταν το σπίτι του Γεώργιου Μπάτσκου, πράκτορα μεταναστεύσεων και στην γωνία της οδού ΑνΘέων το σπίτι του Ιωάννη Δημητρίου και του γιου του Ναούμη, φούρναρη. Στο βάθος ήταν το σπίτι Αλέξανδρου Μούκα, που εργαζόταν στο σινεμά, και το σπίτι του Ηλία και Ιωάννη Δινόπουλου, που ήταν σταμνάδες. Στην άλλη γωνία της οδού ΑνΘέων και Ιωάννη Άρτη ήταν το σπίτι του φούρναρη Δημήτριου Πατσούρη και των γιων του Γεώργιου και Σταύρου, που ήταν μπακάληδες. Μετά ήταν δυο σπίτια ενωμένα και συμμετρικά, που έδιναν την εντύπωση ενός αρχοντικού σπιτιού. Στο ένα έμενε ο σιτέμπορος Πέτρος Πατσούρης και δίπλα ο φούρναρης Νικόλαος Πατσούρης και ο αδελφός του Δημήτριος Πατσούρης. Το σπίτι αυτό είχε επιταχτεί από τους γάλλους στον Α' παγκόσμιο πόλεμο, και την περίοδο 1916-18 στεγαζόταν η λέσχη των ιατρών αξιωματικών του γαλλικού στρατού. Σε αυτό το σπίτι έμενε αργότερα και ο ιατρός Αναστάσιος Σούλας, όπου είχε και το ιατρείο του. O αείμνηστος Αναστάσιος Σούλας είχε διατελέσει Δήμαρχος Φλώρινας την περίοδο 1964-1967 και την περίοδο 1975-1979. Τέλος στην γωνία των οδών Ιωάννη Άρτη και Σιδηροδρομικού Σταθμού ήταν το σπίτι και το τσιπουράδικο - μπακάλικο του Θεόδωρου Μούλη.
Εδώ τελειώνει η περιμετρικός περίπατος στη πάλαι ποτέ γειτονιά Ρετζί, μια γειτονιά που σήμερα είναι πνιγμένη από τις πολυκατοικίες και τα
σταθμευμένα αυτοκίνητα.
Το κτήριο της Ρεζί ήταν ένα πέτρινο καφετί κτήριο, διώροφο και με πολλά παράθυρα. Είχε και μια μεγάλη αυλή. Πρώτα δόθηκε αντιπαροχή η αυλή και χτίστηκε η πρώτη πολυκατοικία στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 πέντε έξι πολυκατοικίες κάλυψαν τον χώρο της

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ. Γαμήλια Έθιμα στο Κρατερό

Ο γάμος είναι ένα έθιμο από τα πιο πλούσια σε τοπικό χρώμα και χαρακτήρα, με πολλή γραφικότητα, με άπειρες πατροπαράδοτες και πρωτότυπες συνήθειες και με μια ποικιλία δημοτικών τραγουδιών. Για τα χωριά είναι το μεγαλύτερο το πιο χαρμόσυνο γεγονός, γι' αυτό παίρνει έννοια τοπικού πανηγυρισμού, που σ' αυτό παίρνουν μέρος όλοι οι χωριανοί. Στη «Χαρά» βρίσκουν την ευκαιρία να διασκεδάσουν και να χαρούν, να ξεφύγουν από τη μονότονη καθημερινή τους ζωή και γι' αυτό τον περιμένουν το γάμο, πάντα με ανυπομονησία και τον οργανώνουν με τον καλύτερο τρόπο, έτσι που να ευχαριστηθούν όλοι οι καλεσμένοι.
Στα παλαιά χρόνια, το ξέρουμε όλοι, τα παντρολογήματα γίνονταν πιο πολύ από τον πατέρα και λιγότερο από τη μάνα. Αυτοί διάλεγαν τη νύφη για το γιό τους και τον γαμπρό για την κόρη τους. Την εκλογή την έκανε ο πατέρας και τη δουλειά την αποτελείωνε ο προξενητής ή η προξενήτρα. Οι νέοι μάθαιναν στα ξαφνικά, ότι τους αρραβώνιασαν, με το τάδε παιδί ή με το τάδε κορίτσι, κι από την ντροπή τους κατακοκκίνιζαν, χαμήλωναν τα μάτια και δεν έφεραν αντίρρηση καμιά. Ότι έλεγε ο πατέρας κι όπως πρόσταζε το έθιμο και η συνήθεια του τόπου. Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι τηρούσαν με πίστη τα έθιμά τους, σαν δεύτερη θρησκεία.

Οι νέοι και οι νέες, λοιπόν, τόσο στη Φλώρινα, όσο και στα χωριά της,στην Κλαδοράχη, στη Νίκη, στο Παρόρι, στις Άνω Κλεινές, στην Αγία Παρασκευή και στο γραφικό Κρατερό, στο ζήτημα του γάμου, έπρεπε να συμμορφωθούν σύμφωνα με την απόφαση των γονιών τους.
Καλούσε ο πατέρας του γαμπρού τον προξενητή, που συνήθως ήταν συγγενής του κι αυτός έβαζε μπρος τη «δουλειά»:
- Ήρθα σταλμένος από τον τάδε,έλεγε στον πατέρα του κοριτσιού, και θέλει να δώσετε το κορίτσι σας στον γιο του.
Αν ο πατέρας της νύφης έβλεπε με «καλό μάτι» το προξενιό, άρχιζε η συμφωνία, το «παζάρεμα»
-Δέχομαι να δώσω το κορίτσι μου, αν μου δώσει ο γαμπρός τόσα χρήματα, τόσα ζευγάρια παπούτσια, τόσα παλτά κ.λ.π.
Έτρεχε ο προξενητής, τα ’λεγε στον πατέρα του γαμπρού κι εκείνος με τη σειρά του έκανε τα «παζάρια» του. Προσπαθούσε κάτι να κόψει απ' όλα όσα του ζητούσαν.
Ξαναπήγαινε ο προξενητής στον πατέρα του κοριτσιού έλεγε την επιθυμία του αυτή κι αν όπως προείπαμε έβλεπε «με καλό μάτι» το προξενιό, έκοβε κάτι, για να μη χαλάσει η «δουλειά», συμφωνούσε κι έδινε λόγο. Ετοίμαζαν κατόπι το «σημάδι», μια πετσέτα και τρία κέρματα τρύπια, τα στέλνε στον γαμπρό, κι ο γαμπρός τον κερνούσε. Ύστερα από τρεις τέσσερις εβδομάδες η πεθερά παράγγελνε στη νύφη να ετοιμάσει τα δώρα για τους συγγενείς, τσεμπέρια με ουρές, δηλαδή με κρόσσια για τις γυναίκες, για τους άντρες κάλτσες και για τον γαμπρό μια πετσέτα στολισμένη με κέρματα και ένα μαντίλι της τσέπης με ένα ναπολεόνι ή μια λίρα χρυσή. Όλα αυτά τα δώρα τα πήγαινε ο προξενητής, στο σπίτι του γαμπρού κι εκεί αμέσως τ' αραδιάζανε πάνω στο τραπέζι κι ύστερα φωνάζανε έναν-έναν τους συγγενείς να παραλάβουν τα δώρα τους, αλλά ν' αφήσουν ο καθένας τους και μερικά κέρματα για αντίδωρο.
Όλα κατόπι τα δώρα τα απλώνανε στο «τσαρδάκι (υπόστεγο) και φίλευαν τον προξενητή.
Τώρα είχε σειρά η πεθερά να στείλει τα δώρα της στη νύφη κι αυτά ήταν ένα μπουκέτο λουλούδια στολισμένο με κέρματα. Με τα δώρα της νύφης και της πεθεράς ο αρραβώνας ήταν τελειωμένος, ώσπου όμως να φτάσει η μέρα του γάμου θα περνούσαν δυο και τρεις μήνες, γιατί η νύφη έπρεπε να είναι έτοιμη, δηλαδή να ετοιμάσει τα δώρα της και τη φορεσιά της. Τη φορεσιά του γαμπρού την ετοίμαζε η μάνα του γιατί φοβούνταν τα μάγια, καθώς επίσης και τα δώρα που είχε τάξει.

Τα χρήματα που έταζε ο γαμπρός στη νύφη τα δίνανε με δόσεις κι όσα απόμειναν την παραμονή του γάμου. Από τα χρήματα, αυτά η νύφη ξόδευε για τα δώρα του γάμου της.
Την Πέμπτη, πριν από την Κυριακή του γάμου, ένα κορίτσι, που να ζούσαν και οι γονείς του, ζύμωνε τα κουλουράκια και μ' αυτά καλούσαν συγγενείς και φίλους. Ζύμωναν επίσης και δυο μπουγάτσες με τις οποίες προσκαλούσαν τον κουμπάρο και τον παρακούμπαρο. Στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονταν πολλά κορίτσια και με χαρές και τραγούδια πλέκανε την ψάθα:
«Δύο νέοι ερωτευτήκανε σε πράσινα λειβάδια εις την πηγή κοντά
που τρέχουνε γάργαρα νερά».
Αφού τέλειωνε το πλέξιμο της ψάθας την έπαιρνε η πεθερά και πάνω της έστρωνε το πάπλωμα και μια κουβέρτα. Κατόπι οι συγγενείς του γαμπρού φέρνανε σιτάρι και το ’ριχναν πάνω στο πάπλωμα και στην κουβέρτα, ενώ η πεθερά έριχνε χρήματα και καραμέλες. Κατόπι τρία αγοράκια κι ένα κοριτσάκι ψάχνανε να βρούνε τις καραμέλες και τα χρήματα, που συμβόλιζαν μ' αυτά την τεκνοποίηση των νεόνυμφων. Μετά κι άλλα παιδιά κάνανε την ίδια δουλειά.
Το σιτάρι εκείνο που ρίχνανε πάνω στην ψάθα οι συγγενείς το πήγαιναν στο μύλο, το άλεθαν και μ' αυτό ζύμωναν το ψωμί για το γάμο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, τα κορίτσια που πλέξανε την ψάθα, φορούσαν τα άμορφα φορέματά τους, βάζανε μέσα σ' ωραίους χειροποίητους σάκους κεντημένους τα κουλουράκια και γυρνούσαν όλο το χωριά για να καλέσουν συγγενείς και φίλους στο γάμο. Το πρωί της Παρασκευής οι κουλουπτσήδες (υπηρέτες) πήγαιναν στα σπίτια του γαμπρού, και της νύφης για να προσφέρουν τη βοήθειά τους δηλαδή να σφάξουν τα βόδια και τα πρόβατα
για το τραπέζι του γάμου.

Το βράδυ της ίδιας μέρας στο σπίτι της νύφης το γλέντι ήταν τρικούβερτο. Γλεντούσαν τα νιάτα, αγόρια και κορίτσια που κάλεσε η νύφη.
Το Σάββατο οι «μπάμπες», μαγείρευαν τα πιο νόστιμα φαγητά για το γαμήλιο τραπέζι. Το βράδυ, πριν από το γλέντι, με ξύλινα παγούρια τώρα, καλούσαν συγγενείς και φίλους. Οι κουλουπτσήδες προσκαλούσαν τον κουμπάρο και παρακούμπαρο.
Όταν ήταν μαζεμένοι όλοι, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, όχι ορφανά, κοσκίνιζαν αλεύρι και ζύμωναν δύο μπουγάτσες. Το αγόρι ανακάτευε με ένα ξύλο που βάζανε στο ζυγό των ζώων τους κι έλεγε: «στεριωμένα».
Από το ζυμάρι που θα γίνονταν η μπουγάτσα εκείνη, παίρνανε ένα κομμάτι βάζανε μέσα ένα παρά και το έψηναν. Το ψημένο αυτό κουλουράκι με τον παρά το σπάζανε μετά το φαγητά, το μοίραζαν στους καλεσμένους κι όποιος έβρισκε τον παρά, αν μεν ήταν άντρας σήμαινε πως ο γαμπρός ήταν τυχερός, αν ήταν γυναίκα τότε τυχερή θα ήταν η νύφη.
Ώσπου, να στρωθεί το τραπέζι, ο κουμπάρος και παρακούμπαρος ξύριζαν τον γαμπρό, οπότε οι καλεσμένοι ρίχνανε χρήματα στην πετσέτα και τα όργανα έπαιζαν το σχετικό τραγούδι.
Η διασκέδαση διαρκούσε μέχρι τα μεσάνυχτα, με φαγοπότι και τραγούδι και χορό, οπότε φτάνανε άνθρωποι από το σπίτι της νύφης και τους καλούσαν για τη συνέχεια εκεί. Στο δρόμο αγόρια και κορίτσια πασπαλίζονταν με αλεύρι κι όλα πειράζονταν, γελούσαν και χαριεντίζονταν. Στο σπίτι της νύφης το γλέντι κρατούσε λίγο γιατί οι γλεντοκόποι ξαναγύριζαν στο σπίτι του γαμπρού για να διαλυθούν τότε μόνο, όταν ο κουμπάρος θα έδινε το σύνθημα.
Φεύγανε τότε όλοι, εκτός από τους κουλουπτσήδες που κατά το διάστημα της νύχτας ετοίμαζαν τα φαγητά της επομένης της Κυριακής.
Νέα πρόσκληση πάλι του κουμπάρου και παρακούμπαρου το πρωί της Κυριακής του γάμου, από τους κουλουπτσήδες για το πρωινό τραπέζι, και προετοιμασία για να πάρουν τη νύφη.
Πριν πάνε να πάρουν τη νύφη, ο πατέρας του γαμπρού κάθεται στην αυλή του σπιτιού του, κρατάει δυο ψωμιά, αλάτι και κρασί. Πίνει από το κρασί και φυσάει τρεις φορές σκορπίζει δηλ. την τύχη, πίνει κατόπι ο κουμπάρος και παρακούμπαρος. Πατέρας και μάνα μοιράζουν δώρα (κέρματα), καθώς και οικαλεσμένες γυναίκες. Φιλάει ο γαμπρός το χέρι του πατέρα του και της μάνας του κι ο προξενητής δείχνει το δρόμο οπότε η πομπή ξεκινά.
Μπροστά μπροστά πάνε δυο κοριτσάκια (όχι ορφανά) κρατώντας δυο μπουγάτσες, ακολουθούν τα όργανα, ο κουμπάρος, παρακούμπαρος, ο γαμπρός και οι άλλοι συγγενείς καιοι φίλοι.
Φθάνανε στο σπίτι της νύφης κι όταν ανέβαιναν τα σκαλιά του σπιτιού της δίνανε σ' αυτήν ατό το παράθυρο ένα κόσκινο και ένα δαχτυλίδι, για να δεί τον γαμπρό από το κόσκινο. Στρώνανε το τραπέζι κι ο πατέρας της εκ μέρους του γαμπρού της έδινε παπούτσια, αλλά αυτή έκανε πως δεν τα θέλει και τα γυρνούσε πίσω.
- Αυτά που βλέπεις και θα τα φορέσεις για να πας στο γάμο, είναι αγορασμένα από τη…Φλώρινα.
-Δεν τα Θέλω, απαντούσε η κόρη.
- Αυτά είναι απ' τη Θεσσαλονίκη, της λέει ξαναδίνοντάς της τα ίδια.
-Όχι δεν τα θέλω.
Αφού κάνει μια χειρονομία ο παρακούμπαρος ότι δήθεν παίρνει ένα άλλο ζευγάρι παπούτσια, της ξαναδίνει πάλι τα ίδια και της λέει:
-Αυτά είναι από τον γαμπρό! Μάααααλιστα. Μάαααααλιστα, αυτά μου ταιριάζουν, αυτά είναι καλά, τα θέλω.
Πανέτοιμη πια η νύφη με την ωραία της φορεσιά και τα στολίδια της οδηγούνταν από μια συγγενή της γυναίκα στον πεθερό της, του φιλούσε το χέρι και του πρόσφερε μια πετσέτα. Το ίδιο έκανε και στην πεθερά, που με τη σειρά της τώρα αυτή άδειαζε στην ποδιά της νύφης της μια σακούλα με κουφέτα, τα οποία κατόπι μάζευαν με το κόσκινο.
Μπροστά στους συμπεθέρους είχαν αφημένο ένα ψωμί με ένα σταυρό πάνω του από βασιλικό και τρεις παράδες. Αφού φιλιούνταν οι δυο συμπέθεροι, σπάζανε το ψωμί στα δυο κι όποιος τύχαινε να πάρει το πιο μεγάλο κομμάτι ήταν ο τυχερός. Τον βασιλικό κατόπι τον δίνανε στη νύφη για να τον βάλει στο μπαούλο της με τα ρούχα. Άλλαζαν δώρα οι συγγενείς, τα λαϊκά όργανα παίζανε τα λυπητερά τραγούδια του αποχωρισμού και στήνονταν στην αυλή του σπιτιού για το χορό, πριν ξεκινήσουν για τη στέψη στην εκκλησία. Χόρευε ο γαμπρός με τον κουμπάρο και η νύφη με τους γονείς της. Περνούσαν τις μπουγάτσες του γαμπρού από το κεφάλι των δύο μελλονύμφων και ξεκινούσαν για τη στέψη.
Μπροστά πήγαιναν οι συγγενείς του γαμπρού και κατόπι ακολουθούσαν οι συγγενείς της νύφης. Την ώρα που έφευγε η νύφη για την εκκλησία, την ίδια ώρα έπρεπε να φύγουν τα προικιά της για το σπίτι του γαμπρού.
Στα πιο παλιά χρόνια η στέψη γίνονταν στο σπίτι, οπότε οι νεόνυμφοι έπαιρναν θέση κοντά σ' ένα βαρέλι. Μπροστά από τη γαμήλια πομπή προχωρούσε ένα παιδάκι και η σημαία με ένα μήλο.
Μετά τη στέψη στο σπίτι του γαμπρού παρουσίαζαν στη νύφη δύο αγόρια και ένα κορίτσι κι εκείνη τα δώριζε κάλτσες και από ένα κουλούρι. O γαμπρός έδειχνε την προίκα στον παρακούμπαρο κι εκείνος κρατούσε μια πετσέτα, με την οποία έπαιρνε τη νύφη και την όπως την οδηγούσε μέσα, σταύρωνε την πόρτα με βούτυρο και με ζάχαρη, για νάνε γλυκιά σαν ζάχαρη και μαλακιά σαν το βούτυρο. Της δίνανε κι ένα αυγό, για να γεννάει σαν την κότα και της χτυπούσαν το κεφάλι στο τζάκι του σπιτιού, για να ’ναι προσηλωμένη στο νοικοκυριό της. Κατόπιν χτυπούσαν κι όλους τους «κουλουπτσήδες». Ύστερα απ' όλα αυτά πήγαιναν στο ποτάμι και προσκυνούσαν εννιά φορές το νερά, βάζανε ένα παρά στο πόδι του γαμπρού και έναν άλλο στο πόδι της νύφης, μπαίνανε μέσα στο ποτάμι και προσπαθούσαν κατόπι να βρούνε τους παράδες. Γεμίζανε νερό ένα σταμνί, αλλά οι «κουλουπτσήδες» κερνούσαν όλους κρασί και τυρί. Φεύγανε κατόπι για την πλατεία του χωριού όπου η νύφη Φιλούσε τα χέρια των χωριανών.
Στο σπίτι του γαμπρού, τώρα οι «κουλουπτσήδες» ( υπηρέτες) ντυμένοι καρναβάλια, με ένα κοκόρι στο χέρι είχαν τοποθετήσει στη σκάλα του σπιτιού ένα αλέτρι, ένα ζυγό, ένα τηγάνι, μια κούνια κι ένα κόσκινο. Οι δυο αυτοί μασκαρεμένοι υπηρέτες παρίσταναν τους νεόνυμφους και το κοκόρι το μικρό παιδί. Από όσα λοιπόν είναι αφημένα στη σκάλα, έπαιρνε καθένας υπηρέτης τα δικά του, έπαιζαν και διασκέδαζαν. Στο κόσκινο μέσα ρίχνουν παράδες και στο τηγάνι πίτουρα και στάχτη και κάνουν πως μαγειρεύουν. Φώναζαν το γαμπρό να πιάσει το ζυγό και το αλέτρι, η νύφη του έριχνε νερό και έπιανε τα δικά της το κόσκινο, την κούνια και το τηγάνι. Δωρίζει κατόπι στον γαμπρό πουκάμισο.
Το πρωί της επόμενης ημέρας περίμεναν το πιο χαρμόσυνο γεγονός, της «παρθενιάς» το σημάδι, που το έπαιρναν σ' ένα σεντόνι ή κόσκινο, προσκαλούσαν με τσίπουρο τους κουμπάρους και το γιόρταζαν με «πόντσ» (τσίπουρο βραστό και γλυκό). Το γλυκό τσίπουρο δήλωνε την παρθενιά της νύφης. Εάν δεν ήταν γλυκύ, ήταν σημάδι ότι η νύφη δεν ήταν παρθένα, οπότε γίνονταν διαπόμπευσή της στο χωρίο. Την βάζανε καβάλα ανάποδα και την οδηγούσε ο γαμπρός στον πεθερά του.
Αν ήταν παρθένα τρισευτυχισμένος ο γαμπρός για την αγνότητα της νύφης έστελνε και ξανάστελνε μήλα στολισμένα με παράδες στον πεθερό του, ενώ η μάνα της νύφης, σ' ανταπόδοση, έστελνε κόκορα στολισμένο επίσης με παράδες. Δεν μπορούσε όμως ο γαμπρός να πάρει τον κόκορα εάν πρώτα δεν φιλοδώριζε τον κομιστή.
Πλούσιο τραπέζι ετοιμάζανε για τον γαμπρό και το συγγενολόι της νύφης και για ν 'ακουστεί στο χωριά ότι άρχιζε το καινούργιο τους νοικοκυριό, γαμπρός και νύφη σκούπιζαν αφού πρώτα κρεμούσαν στη σκούπα ένα κουδούνι.
Την Δευτέρα, μετά την Κυριακή του γάμου, στο σπίτι του γαμπρού οι συγγενείς έφθαναν με τα δώρα τους, διάφορα σκεύη γεμάτα με καραμέλες, και φιλεύονταν, γλεντούσαν και χόρευαν ως αργά το βράδυ, οπότε γίνονταν το «ξεπροβόδισμα» όλων των συγγενών, φεύγανε και οι κουλουμπτσήδες. Πριν φύγουν όμως από το σπίτι του γαμπρού άρχιζε το «τάξιμο» για την υπηρεσία τους που πρόσφεραν σ' όλη τη διάρκεσα του γάμου. Εάν ο πεθερός και η πεθερά έδειχναν κάποιο δισταγμό τότε τους δένανε και τους κρεμούσαν από το ταβάνι του σπιτιού και τους «δίκαζαν» οι ίδιοι οι υπηρέτες, μέχρι που έταζαν πλούσια δώρο, κότες, λουκάνικα, φρούτα κ.λ.π. Μετά το «τάξιμο» τους έλυναν, παίρνανε τα «ταξίματα», τα ψήνανε και τα τρώγανε όλοι μαζί. Αυτό ήταν το τελευταίο τραπέζι του γάμου.
Την άλλη Κυριακή, μετά το γάμο, ο γαμπρός και η νύφη πηγαίνανε και κοιμούνταν στο σπίτι της μητέρας της, εκεί έρχονταν όλο το συγγενολόι του γαμπρού και φιλεύονταν πλουσιοπάροχα. Την Δευτέρα, η πεθερά, έβαζε τη νύφη της να ζυμώσει ένα ψωμί γλυκό με ζάχαρη και την επόμενη Κυριακή γίνονταν τα «επιστρόφια» στο σπίτι του γαμπρού, οπότε καλεσμένο ήταν όλο το συγγενολόιτης νύφης και φιλεύονταν σε πλούσιο τραπέζι κι ο γάμος τέλειωνε.

Ιφ. Διδασκάλου

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Ο μήνας Μάρτης στη λαογραφία. Γεώργιος Μπόντας

Βγαίνει ο κακός ο μήνας. Μπαίνει ο καλός ο μήνας.
0 Φλεβάρης πάει φεύγει και το Μάρτη δεν χωνεύει. Όξω ψύλλοι, ποντικοί. Μέσα Μάρτης και χαρά και καλή νοικοκυρά. 0 καημένος ο Φλεβάρης. 0 λαός τον έκαμε άσχημο και κουτσό γαϊδουρο-καβαλάρη. Τα παιδιά τον συνοδεύουν, τον διαπομπεύουν στους δρόμους με τενεκέδες, φωνές και με τραγούδια σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Όξω βρε κουτσοφλέβαρε με τα πολλά τα χιόνια.
Να ρθει' σ Μάρτης με χαρά και με τα χελιδόνια.
0 Μάρτης είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης. 0 μήνας των χελιδονιών και των πελαργών. 0 μήνας της βλάστησης και των πρώτων λουλουδιών, μα και ο μήνας των μεγάλων αντιθέσεων και των απότομων μεταβολών. Για το λόγο αυτό δέχτηκε τα καταιγιστικά
πυρά του λαού με απίθανα σκωπτικά κυρίως ονόματα. Βαφτίστηκε λοιπόν Κλαψομάρτης, κλάψας, Πεντάγνωμος, Γδάρτης, Παλουκοκαύτης, Ανοιξιάτης και φυτευτής. Ονομάστηκε Κλαψομάρτης και Κλάψας, γιατί με τον συνήθως βροχερό του καιρό φαίνεται πως κλαίει.
0 Μάρτης στην αρχαιότητα ήταν ο πρώτος μήνας του χρόνου και n πρωτομαρτιά ήταν και πρωτοχρονιά. Σαν τέτοιος, αυτός ο μήνας, έπρεπε να τιμηθεί ιδιαίτερα. Γι' αυτό και οι Ρωμαίοι του δώσανε το όνομα Μαρτίους από το Θεό Μαρς, δηλαδή Άρης, ο Θεός του πολέμου και γενάρχης των Ρωμαίων. 0 Μάρτης δεν ήταν μόνο Θεός του πολέμου, μα και των αέρηδων που φυσούσαν την Άνοιξη και βοηθούσαν τη βλάστηση της γης και των χωραφιών. Οι Αρχαίοι 'Έλληνες τον λέγανε Ελαφιβολίονα, γιατί τότε γινόταν το κυνήγι των ελαφιών στην Ελλάδα. Οι κρητικοί τον λένε πεντάγνωμο για την αστάθεια και τις απότομες μεταβολές του. H αστάθεια του είναι χαρακτηριστική. Μπορεί το πρωί να αρχίσει με ωραίες λιακάδες και ασυννέφιαστο ουρανό και ύστερα από λίγο να αρχίσει να Θυμώνει, να κατσουφιάζει και να το γυρίζει στις βροχές και στα μπουμπουνητά. Γι' αυτό και οι άνθρωποι ξέροντας αυτή την αδυναμία και την ιδιοτροπία, σου συμβουλεύουν. "Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα".
Στα παλιά χρόνια υπήρξε ένα όμορφο γραφικό έθιμο που διατηρείται και σήμερα ακόμα. Το έθιμο της κλωστής

του Μάρτη. Την παραμονή, συνήθως n γιαγιά του σπιτιού ετοιμάζει την κλωστή, κόκκινη και άσπρη. Τα παλιά χρόνια μάλιστα την στριφογύριζε και την περνούσε σε μια τρύπια δεκάρα, έκανε για όλους τους σπιτικούς, γυναίκες και μικρά παιδιά. H διαδικασία αυτή, το δέσιμο της κλωστής έχει βαθύτερο νόημα. Το άσπρο χρώμα συμβολίζει την αγνότητα και το δεσμό της οικογένειας, n δε κόκκινη συμβολίζει την αγάπη. Οι δυο μαζί κλωστές αποτελούν δεσμό και την πίστη προς τη Θρησκεία. Οικογένεια και θρησκεία είναι δυο έννοιες στενά συνδεδεμένες. Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του
απ' τη ρωμαϊκή εποχή, μετά πέρασε στους βυζαντινού, όπου οι βυζαντινές πατρίκιες κρεμούσαν στο λαιμό
τους σκόρδο, κρεμμύδι και άλλα μικροπράγματα, καθώς και χρυσή αλυσίδα. H κλωστή του Μάρτη δένονταν
σε όλα τα μέλη της οικογένειας στους μικρότερους φυσικά.
Την κλωστή του Μάρτη την κρατούσαν εννιά μέρες. Την ενάτη την κρεμούσαν στα μπουμπουκιασμένα
κλαδιά έξω απ' το σπίτι ή σε καμιά τριανταφυλλιά του κήπου. Πίστευαν ότι από εκεί Θα την έπαιρνε ο πελαργός
και τα χελιδόνια και θα την πήγαιναν στο Θεό και ο Θεός Θα τους ανταπέδιδε αυτά που επιθυμούσαν. Έτσι τα
μικρά παιδιά περίμεναν τα δώρα τους όλο το χρόνο. Άλλοι λένε ότι την κλωστή την κρατούσαν μέχρι τις 25 Μαρτίου τη μεγάλη γιορτή, που έχει για τπ Ρωμιοσύνη διπλό χαρακτήρα, διπλή σημασία, τη θρησκευτική και την εθνική. Την ημέρα αυτή βγάζουν την κλωστή από τα χέρια τους
«τους μάρτηδες» και τους κρεμούν στα κλαριά για να τους πάρουν τα χελιδόνια. 0 λαός μας πιστεύει ακόμα
απόλυτα πως με τον ερχομό της 25ης Μαρτίου μπαίνουμε πια επίσημα στην εποχή της Άνοιξης και έρχονται και
τα πρώτα χελιδόνια. H κλωστή του Μάρτη είχε μεγάλη δύναμη και τους προφύλασσε απ' το μαύρισμα του ήλιου που καίει αυτό το μήνα παράξενα. Κι αυτό είναι
συνδεδεμένο με μια παλιά δοξασία των Βυζαντινών, ο οποίοι πίστευαν ότι n άσπρη κλωστή συμβολίζει το πρωινό φως
του ήλιου και π κόκκινη το μεσημεριάτικο ήλιο και οι δυο μαζί διώχνουν την καυτερή ηλιαχτίδα και έτσι προστατεύεται το πρόσωπο και ο λαιμός από το άρπαγμα του μαρτιάτικου ήλιου. Ακόμα n κλωστή του Μάρτη είχε τη δύναμη να τους προστατεύει και από διάφορες αρρώστιες, ειδικά από τους πυρετούς. Γύρω από την όμορφη κλωστή αυτή του Μάρτη, υπάρχουν πολλοί ωραίοι Θρύλοι. Μια παράδοση λέει τους έφτιαχναν με τέχνη και τους κρεμούσαν σε κλώνους αμυγδαλιάς ή τριανταφυλλιάς, ενώ συγχρόνως τραγουδούσαν χαρμόσυνες στροφές. Άλλη παράδοση λέει ότι βγάζανε τον «Μάρτη» όταν αντίκριζαν το πρώτο χελιδόνι και τραγουδούσαν:
Χελιδόνι μου γοργό,
που ’ρθες απ' την έρημο,
τι καλά μας έφερες ;
Την υγεία και τη χαρά
και τα κόκκινα τ' αυγά.
0 Μάρτης έχει και έναν ζεστό ήλιο, φοβερό που καίει και τσουρουφλίζει. H παράδοση λέγει, πως ο ήλιος του Μαρτίου μαυρίζει το πρόσωπο και δημιουργεί στίγματα και λεκέδες. «Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε δεν ξεβάφει». Οι κοπέλες λοιπόν, έπρεπε να προφυλαχθούν να μείνουν κρινόλευκες και γαλατένιες «οπόχει κόρην ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην την δει». Στις εννιά του Μάρτη είναι n γιορτή των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων. Στη συνείδηση του λαού μας ο αριθμός σαράντα λογαριάζεται σαν ιερός. Οι συνήθειες και οι προλήψεις την ημέρα αυτή ανήμερα δηλαδή της γιορτής παίρνουν και δίνουν όπως, λένε . Έτσι ορισμένες νοικοκυρές θα φτιάξουν τις σαραντόππιτες.. Πίττες με σαράντα φύλλα ή με σαράντα ειδών λάχανα. Κι ακόμα σαράντα τηγανίτες, σαράντα είδη φαγητά με σαράντα ειδών χόρτα και όσπρια, που μοιράζονται για την «ψυχή των ζωντανών».
‘’Σαράντα να φας, σαράντα να πιεις, σαράντα να δωσ ' για την ψυχή σ’ ‘’
H αιφνίδια αλλαγή του καιρού δηλώνεται εμφατικά με διάφορα ρητά: 0 Μάρτης ως το γιόμα το ψόφησε, κι
ως το βράδυ το βρωμάει. Το γάιδαρο τον σκουληκιάζει και τον ξεσκουληκιάζει. Όλοι μήνες τρώνε κρέας κι ο Μάρτης κόκαλα. Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκάφτnς, λέγεται αυτό γιατί καίμε και τα παλούκια ακόμα, μιας και νομίζουμε πως τελείωσε ο χειμώνας και μαζί του τα ξύλα. Επειδή «ο Μάρτης δε λείπει απ' τη Σαρακοστή» γι' αυτό για κάποιον ή κάτι, που δεν το περιμένουμε αλλά έρχεται, λέμε: «λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή;»
Λέμε ακόμα για το Μάρτη: Το Μάρτη ξύλα φύλαξε, μην κάψεις τα παλούκια. Μάρτης είναι, χάδια κάνει, πότε κλαίει πότε γελάει. Όλο το Μάρτη φύλαγε, ως τις δέκα τα’ Απρίλη. Από τις εννιά του Μάρτη, είν’ η άδεια του φιδιού. Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές. Από Μάρτη καλοκαίρι, μηδ’ ο Μάρτης καλοκαίρι, μηδ’ ο Αύγουστος χειμώνας, που αν και φαινομενικά αντιφάσκουν, σημαίνουν ότι απ’ τον Μάρτη αρχίζει διαφαίνεται το καλοκαίρι και από τον
Αύγουστο ο χειμώνας, πλην όμως ούτε Μάρτης είναι το καλοκαίρι, ούτε Αύγουστος χειμώνας. Τις καλοκαιρινές αλλαγές του Μάρτη, ο λαός της Μακεδονίας, τις έκαμε παραμύθι: 0 Μάρτης είχε δύο γυναίκες. H μία είναι όλο δροσιά, χαρά και ομορφιά και n άλλη φορτωμένη μ' όλη την ασκήμια του κόσμου. Όταν βλέπει την πρώτη του γυναίκα χαμογελά και χαίρεται. Το γέλιο του το παίρνουν οι ηλιαχτίδες και το σκορπίζουν σ' όλο τον κόσμο. Όταν όμως κοιτάζει τη δεύτερη γυναίκα του σκυθρωπιάζει και Θυμώνει. Και την ανταριασμένη καρδιά του την παίρνουν τα σύννεφα και οι
βοριάδες και την κάνουν χιόνια και βροχές. Σε κάποιο άλλο παραμύθι, ο Μάρτης έχει μια και μοναδική γυναίκα. Μια πεντάμορφη κόρη που το πρόσωπό της μοιάζει με το ολοφώτεινο πρόσωπο του ήλιου. Όποιος την δει μαγεύεται. Όμως n καημένη είναι κουτσή. Όταν ο Μάρτης την κοιτά καθιστή χαίρεται και n καρδιά του γεμίζει ευτυχία. Όταν την βλέπει όρθια να κουτσαίνει γεμίζει λύπη και πόνο και συννεφιά. Υπάρχουν και διάφορες άλλες παραδόσεις που τις αναφέρω παρακάτω: Οι μήνες αποφάσισαν μια μέρα να βρουν ο καθένας και από μια γυναίκα για να μην είναι έτσι
έρημοι και σκοτεινοί, χωρίς καμιά παρηγοριά στο σπιτικό τους. Όλοι έβαλαν προξενητάδες και ο καθένας βρήκε την δικιά του. 0 Μάρτης όμως γελάστηκε και πήρε μια χανούμισσα. Είχε μάθει πως οι Τουρκάλες είναι όμορφες και γι' αυτό παντρεύτηκε ανεξέταστα . Το τι έγινε, όμως το βράδυ δεν περιγράφεται. H Τουρκάλα ήταν πάρα πολύ άσχημη και ο Μάρτης μόλις εκείνη έβγαλε το γιασεμάκι, σηκώθηκε και έφυγε. H άλλη παράδοση λέει τα εξής: Κάποτε οι 12 μήνες αγόρασαν ένα γεμάτο βαρέλι γεμάτο κρασί με 12 κάνουλες, μια για τον καθένα, κάθετα τοποθετημένες. Τότε ο Μάρτης επειδή ήταν γερός και πονηρός όπως φάνηκε στο τέλος ζήτησε να του επιτρέψουν να χρησιμοποιεί την πρώτη από κάτω κάνουλα, πράγμα που έγινε. 0 Μάρτης κάθε μέρα πήγαινε σαν κύριος στο βαρέλι, άνοιγε την κάνουλά του και έπινε το κρασάκι. Οι άλλοι μήνες καθυστέρησαν λίγο να αρχίσουν το κρασί. Όταν κάποτε πήγαν στο βαρέλι να πιουν και αυτοί, είδαν με έκπληξη ότι καμιά κάνουλα δεν έτρεχε κρασί. Σαν αίτιο Θεώρησαν το Μάρτη και τον ρωτούσαν: «Μάρτη, γιατί μας ήπιες το κρασί;» Δεν σας το ήπια εγώ απαντούσε αυτός. Εγώ έπινα απ’ τη δική μου κάνουλα . Οι δικές σας είναι σφραγισμένες. Οι κουτοί μήνες επιτέλους κατάλαβαν την πονηριά του Μάρτη και αποφάσισαν να τον δικάσουν. Όταν του 'λεγαν πως θα τον δικάσουν και Θα τον τιμωρήσουν, αυτός στενοχωριόταν και τότε ο καιρός γινόταν «λίαν νεφελώδης μετά βροχών και καταιγίδων ...» Όταν όμως οι άλλοι δεν του μιλούσαν σχετικά με το θέμα αυτό, αυτός χαμογελούσε ικανοποιημένος και τότε ο καιρός γινόταν «αίθριος» και ανέβαινε n Θερμοκρασία. Οι τελευταίες μέρες του Μάρτη λέγονται «τ'ς Μπάμπους οι μέρες» γιατί μια γριά τσομπάνισσα ξεγέννησε τις προβατίνες της μέχρι τις 30 του μήνα με καλοκαιρία και νομίζοντας ότι ξεγέλασε τον Μάρτη, που είχε τότε 30 μέρες, αφού δεν έπαθαν τίποτα τα αρνάκια της, τον κορόιδευε. Όμως ο Μάρτης Θύμωσε για την προσβολή της γριάς και έκλεψε μια μέρα απ’ τον Φλεβάρη (που έμεινε κουτσός) για να την εκδικηθεί. H 31η λοιπόν του Μάρτη ήταν σωστή θεομηνία. Χιονοθύελλες και παγωνιές σάρωσαν τη φτωχή γριά, την μπάμπω και δεν έμεινε ούτε πρόβατο ούτε προβατίνα. Πέρα από τα ήθη και τα έθιμα ο λαός έθεσε τον Μάρτη στα τραγούδι του, στους έρωτές του, στα κατορθώματά του, στη λεβεντιά του.
Π" ανάθεμά σε Παχνιστή Γενάρη και Φλεβάρη.
Και συ Μαρτούλη Θλιβερέ που κάνεις
το χειμώνα.
Δεν σκέφτεσαι την κλεφτουριά και τα παλικαράκια.
Τα γέλασες, τα πλάνεψες με τον λαμπρό τον ήλιο,
και βγήκαν πάνω στα βουνά στους πάγους και στα χιόνια...
Το Μάρτη να μην χαίρεστε και βγάνετε τις κάπες
Πότε γελάει και ξαστερών και πότε
ανταριάζει.

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

Στον Παπαγιάννη διατηρούνται μερικά έθιμα κατά την περίοδο της Σαρακοστής .
Καθαρή Δευτέρα


Την Καθαρή Δευτέρα καθαρίζουν το σπίτι, ζεσταίνουν μέσα σε καζάνια νερό και πλένουν ρούχα, κουβέρτες και στρωσίδια. Καθαρίζουν καλά τα οικιακά σκεύη, κατσαρόλες, τηγάνια τρίβοντας τα με στάχτη ώστε να μη μείνει λίγδα.
Τρώνε νηστίσιμα και το μεσημέρι βάζουν στο τραπέζι κρασί και μ' αυτό πλένουν το πρόσωπο για να μην τους τσιμπάνε κουνούπια. Περνούν είκοσι κεφάλια από ψάρια σε κλωστή (αρμαθιά), τα ξεραίνουν και τα έχουν για το μάτιασμα.
Όλη τη βδομάδα οι περισσότεροι νηστεύουν, δεν τρώνε ούτε λαδερά, και συνεχίζουν μερικοί να νηστεύουν και όλη τη Σαρακοστή, συνήθως οι γυναίκες.
Αρκετοί νέοι νήστευαν τρεις μέρες («τριήμηρ»), όπως το λέγαν, περισσότερο οι κοπέλες και λιγότερο τα αγόρια. Μαζεύονταν τρεις κοπέλες «τριμήρκες»» σ' ένα σπίτι και νήστευαν ξαπλώνοντας για να μη χάνουν τις δυνάμεις τους. Τη Δευτέρα, πρώτη μέρα νηστείας, όταν χτυπούσε η καμπάνα το απόγευμα έτρωγαν μισή λειτουριά (πρόσφορο) και οι γονείς τους ψώνιζαν διάφορα νηστίσιμα εδέσματα όπως καρύδια και φρούτα, τους έφτιαχναν φασόλια χωρίς λάδι (τρέαν), πιτουλίτσες, κομπόστες με κορόμηλα, αχλάδια, μήλα και σύκα.
Την Τετάρτη οι «τριμήρκες» πήγαιναν με τους γονείς τους στην εκκλησία. Οι μητέρες τους κουβαλούσαν μέσα σε «τάμπλες» (καλάθες) τα εδέσματα. Οι κοπέλες, αφού έπαιρναν τον αγιασμό από τον παπά, έβγαιναν έξω και γινόταν ανταλλαγή των εδεσμάτων.
Την Παρασκευή, στους Α' Χαιρετισμούς οι κοπέλες και οι νύφες ντυμένες με τις τοπικές ενδυμασίες και μ' ένα πιάτο βρασμένο καλαμπόκι όπου μέσα είχε λίγο σιτάρι για να γεννιούνται στην οικογένεια κορίτσια και αγόρια, στα δε κοπάδια αρσενικά και θηλυκά αρνιά.
Όταν τελείωνε η λειτουργία, οι γυναίκες δυο-δυο πήγαιναν έξω, κοντά στο ιερό. Η μια είχε την ποδιά απλωμένη και περίμενε το καλαμπόκι που πετούσε η άλλη λέγοντας τρεις φορές, αρσενικά αγόρια Θηλυκά αρνιά.
Εν τω μεταξύ οι κοπέλες είχαν πλέξει και κεντήσει σακουλάκια κακοφτιαγμένα και μπερδεμένα, τα γέμιζαν με στάχτη και τα κρεμούσαν κρυφά στις γυναίκες μ' ένα γαντζάκι στις πλεξούδες τους λέγοντας «Να σας δώσουμε το μπερδεμένο, να μας δώσετε το κέντημα». Φυσικά μ' αυτόν τον τρόπο ήθελαν να δείξουν πως είναι μικρές και αρχάριες στο πλέξιμο και στο κέντημα και πως μεγάλη είναι η επιθυμία τους να μάθουν ή να κλέψουν την τέχνη του πλεξίματος και του κεντήματος.
Επίσης, καθώς έφευγαν μέσα στο σκοτάδι προσπαθούσαν οι κοπέλες να κλέψουν λίγο καλαμπόκι από τα πιάτα των γυναικών που δεν είχαν στην οικογένειά τους δευτεροπαντρεμένους. Το καλαμπόκι που έκλεβαν το έβαζαν στο προσκέφαλο τους, μαζί με ένα καθρεφτάκι για να ονειρευτούν το παλικάρι που Θα παντρευτούν.

Των Αγίων Θεοδώρων (Σάββατο)

Το πρωί πηγαίνουν τα παιδιά, οι γριές και οι γέροι στη εκκλησία για να κοινωνήσουν. Γιορτάζουν οι Θεόδωροι και Θεοδώρες. Τα εδέσματα στα τραπέζια είναι νηστίσιμα.
Το μεσημέρι, οι νύφες με τη συνοδεία του πεθερού πηγαίνουν «ποσετβάτσκες» επισκέπτριες για μια βδομάδα στο σπίτι των γονιών τους. Θα στρωθεί τραπέζι προς τιμήν του πεθερού (συμπέθερου) και αφού φάει Θα φύγει. Η νύφη θα επιστρέψει την επόμενη Κυριακή, συνοδεία του πατέρα της, στον οποίο θα στρώσουν τραπέζι. Επιστρέφει Κυριακή για να μην είναι η ίδια μέρα, ώστε να γεννά αγόρια και κορίτσια.
Καθ' όλη τη διάρκεια της φιλοξενίας στο πατρικό της σπίτι, η νύφη φιλοξενείται με τραπέζι από τους συγγενείς της. Στο τέλος, οι γονείς της κάνουν κι ένα δώρο σε ανάμνηση της φιλοξενίας, ένα είδος ρουχισμού ή παντόφλες.
Στις τρεις επόμενες εβδομάδες πηγαίνουν «ποσετβάτσκες» τα κορίτσια σε άλλα χωριά, σε συγγενικά ή και φιλικά σπίτια. Πηγαίνει ο οικοδεσπότης να πάρει την κοπέλα που Θα φιλοξενήσει με τα πόδια, αν ήταν από κοντινό χωριό, ή με τα άλογα και αργότερα με το κάρο, αν ήταν μακρινό. Πηγαίνει πρωινές ώρες και, αφού τον φιλέψουν επιστρέφει στο χωριό του το απόγευμα μαζί με την κοπέλα. Η κοπέλα βάζει μέσα σε ντορβάδες τα ρούχα της που Θα χρειαστεί κατά την φιλοξενία, φιλοξενείται από τυχόν συγγενείς, και φίλους που υπάρχουν στο ξένο χωριό και της κάνουν διάφορα δώρα.
Την επόμενη Κυριακή πηγαίνει ο πατέρας της να φέρει πίσω την κόρη του, αλλά παίρνει μαζί του και την κόρη των συγγενών, εάν έχουν, θα την φιλοξενήσουν με την σειρά τους κι αυτήν.
0 πατέρας φιλοξενείται στο συγγενικό σπίτι, του κάνουν πλούσιο τραπέζι και αναχωρεί το απόγευμα για το χωριό του. Ακολουθούν οι ίδιες διαδικασίες κατά την φιλοξενία της κοπέλας και μετά από μια εβδομάδα διαμονής, επιστρέφει με πλούσια δώρα όπως ποδιές, παντόφλες, κολιέδες κ.α.
Η φιλοξενία κοριτσιών συνεχίζεται και τις επόμενες εβδομάδες μέχρι την Ε' Κυριακή των Νηστειών που την λένε «Ντι-Λάζαρα» η οποία είναι γιορτή των τσιγγάνων και των μωαμεθανών.

Μήνου Γαβριήλ