Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Η γειτονιά "Τα καζάνια". Κείμενο Δημήτριος Μεκάσης

To κρασί και το τσίπουρο ήταν τα αγαπημένα πιοτά των χριστιανών Φλωρινιωτών. Κρασάκι και τσιπουράκι δικής τους παραγωγής, από τα αμπέλια τους, που βρισκόταν στις πλαγιές των βουνών. Κάθε οικογένεια είχε δυο έως πέντε στρέμματα αμπέλι, και από αυτό έβγαζαν το κρασί και το τσίπουρο όλης της χρονιάς.
Και μετά το πάτημα των σταφυλιών, που γινόταν στο σπίτι, σειρά είχε η παρασκευή του τσίπουρου, που γίνεται με απόσταξη, τους κρύους μήνες του χειμώνα. Η απόσταξη γινόταν στα «καζάνια», όπως έλεγαν τους αποστακτήρες, που βρισκόταν σε παράγκες, στις αυλές των σπιτιών, κάποιων που είχαν ως επάγγελμα την απόσταξη του τσίπουρου.
Και αν οι χριστιανοί απολάμβαναν το κρασί και το τσίπουρό τους, αντίθετα οι μουσουλμάνοι της Φλώρινας για θρησκευτικούς λόγους ήταν υποχρεωμένοι να τα αποφεύγουν. Παρά την απαγόρευση, από τις προφορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι οι τούρκοι έπιναν κρυφά και τσίπουρο και κρασί. Οι αυστηροί ισλαμικοί νόμοι, αλλά και αυταρχικότητα των Καδήδων (Ιεροδικαστών), ανάγκασαν τους χριστιανούς Φλωρινιώτες να έχουν όλα τα καζάνια σε μια γειτονιά, και μάλιστα χριστιανική γειτονιά, γνωστή με το όνομα «Τα Καζάνια». Εκεί λειτουργούσαν τρία ή τέσσερα καζάνια, και όλοι οι χριστιανοί Φλωρινιώτες, από όλες τις γειτονιές, τοποθετούσαν τα στέμφυλά τους σε τενεκέδες, και με κάρα τα πήγαιναν στα Καζάνια για να γίνει η απόσταξη και να πάρουν το τσίπουρο της χρονιάς.
Η γειτονιά «Τα Καζάνια» ήταν παραποτάμια γειτονιά. Ήταν η αριστερή μεριά, ακολουθώντας την ροή του ποταμού, της σημερινής Λεωφόρου Ελευθερίας, από την γέφυρα των δημοτικών σχολείων μέχρι την τελευταία γέφυρα. Η γειτονιά αυτή ήταν απέναντι από την γειτονιά του Αγίου Γεωργίου, και τις χώριζε το ποτάμι.
Μετά την απελευθέρωση του 1912, ήρθε και η ελευθερία των καζανιών. Η ελληνική Νομαρχία έδωσε νέες άδειες αποστακτήρων τσίπουρου, και μάλιστα σε όλες τις γειτονιές της Φλώρινας. Τότε άνοιξαν τα γνωστά καζάνια σε όλες τις γειτονιές, από την μια άκρη της πόλης έως την άλλη άκρη. Στη γειτονιά «Καζάνια» έκλεισαν όλα, εκτός από ένα καζάνι, του Ευάγγελου Αλεξίου. Το καζάνι αυτό ήταν το τελευταίο. Το όνομα της γειτονιάς άρχισε να ξεχνιέται και μετά την δεκαετία του 1920 κανείς δεν ανέφερε την συγκεκριμένη γειτονιά με το όνομα «Τα Καζάνια». Το όνομα αυτό ξε-χάστηκε.
Σε αυτή την γειτονιά, πριν το 1950, υπήρχαν μόνο οικίες, ένας φούρνος και ένα καζάνι. Από την πάνω γέφυρα των σχολείων, στην γωνία ήταν ο φούρνος και η οικία του Στέφανου Κιτάνη. Η οικία του μπακάλη Ιωάννη Γρούιου, και στην γωνία η οικία του τσαγκάρη Λάζαρου Γρούιου και του αδελφού του Παντελή Γρούιου. Η μικρή οδός Λυσιμάχους, και στην απέναντι γωνία η οικία του ταβερνιάρη Βύρωνα Μέλλιου. Στη συνέχεια ήταν το σπίτι του πεταλωτή Αναστάσιου Μέλλιου, του Χαράλαμπου Μέλλιου, το σπίτι του κηπουρού Θεόδωρου Μέλλιου, όπου έμεναν και τα παιδιά του Σίμος και Μήτσος Μέλλιος. Μετά ήταν ένα αδιέξοδο δρομάκι με λίγα σπίτια, όπου έμενε ο γαλακτοπώλης Αθανάσιος Κικιλίντζας, ο Ηλίας Σαμαράς και ο ταβερνιάρης Δημήτριος Γροσδούλης. Έξω από το δρομάκι, στον δρόμο ήταν ένα σπίτι που προεξείχε και έκλεινε τον μισό παραποτάμιο δρόμο. Το σπίτι αυτό παλιά ήταν μιας δασκάλας, που ονομαζόταν Ζαφειρία και αργότερα το αγόρασε κάποιος σέρβος που ονομαζόταν Ρακιγκίεφ, και στην συνέχεια αγοράστηκε από τον Δημήτριο και Παντελή Παπαϊωακείμ. Μετά ήταν η οικία του αξιωματικού Μιχαλοδημητράκη, γαμπρού του Σαμαρά, και στη συνέχεια ένα σπίτι, που νοικιαζόταν από τον Γιώργη Τέρπο. Εκεί παλαιότερα λειτουργούσε ένα καζάνι. Μετά ήταν το σπίτι του Ευάγγελου Αλεξίου, που στην αυλή του υπήρχε καζάνι απόσταξης. Αυτό ήταν και το τελευταίο ενεργό καζάνι της γειτονιάς «Τα Καζάνια». Στην γωνία ήταν το σπίτι του τεχνίτη Μιχάλη Σαμαρά, ο οποίος πρώτος έφερε την ηλεκτροκόλληση στην πόλη μας, το 1950 περίπου. Το σπίτι του Μιχάλη Σαμαρά ήταν στην γωνία της Λεωφόρου Ελευθερίας και της οδού Παύλου Ρακοβίτη, και αργότερα αγοράστηκε από τους αδελφούς Βόγλη.
Στην άλλη γωνία, στο ποτάμι, ήταν η οικία της Γενοβέφας Αλεξιάδου. Το σπίτι αυτό αργότερα το αγόρασε ο αυτοκινητιστής Δημήτριος Ρίμπας. Συνεχίζοντας τον παραποτάμιο δρόμο ήταν το σπίτι του γεωπόνου Απόστολου Μίχου, του ξυλέμπορου Ευάγγελου Μέλε, το σπίτι του Πέτρου Πέτρου (Πέτας), το σπίτι του Δέλου Σαπουντζή, που αργότερα το αγόρασε ο αυτοκινητιστής Δημήτριος Βακάλης, και μετά ήταν το σπίτι των αδελφών Νικόλαου, Ιωάννη και Παντελή Βόγλη, που ήταν κρεοπώληδες. Μετά ήταν το στενάκι όπου έμενε ο δημοτικός υπάλληλος Βασίλης Γαϊτάνης, ο εκδοροσφαγέας Βασίλειος Μοντεσνίτσας, ο οικοδόμος Αθανάσιος Γραικός, και στην γωνία Λ. Ελευθερίας και Σαρανταπόρου ήταν το σπίτι του φορτηγατζή Γεώργιου Ταβελάρη.
Αυτή ήταν η γειτονιά «Τα Καζάνια», που πήρε το όνομά της από τους αποστακτήρες τσίπουρου, καθώς οι χριστιανοί έπρεπε να βράζουν τα τσίπουρά τους σε μια συγκεκριμένη γειτονιά. Το τσίπουρο, σύμφωνα με τους ισλαμικούς νόμους ήταν ένα απαγορευμένο οινοπνευματώδες ποτό. Η παρασκευή τους έπρεπε να γίνεται μακριά από τους μουσουλμάνους, ώστε ούτε να το βλέπουν, ούτε να το μυρίζουν, ούτε να μπαίνουν στον πειρασμό να το γευτούν. Αυτοί ήταν οι λόγοι, που οι Καδήδες της Φλώρινας περιόρισαν τα καζάνια σε μια γειτονιά, και μάλιστα χριστιανική.
Το 1912 όμως όλα άλλαξαν και λειτούργησαν καζάνια σε όλες τις γειτονιές. Στην γειτονιά «Τα Καζάνια» έμεινε μόνο ένα καζάνι, του Ευάγγελου Αλεξίου, που μετά τον θάνατό του το λειτουργούσε η γυναίκα του Παρασκευή. Το καζάνι της Πάρες (Παρασκευής) ήταν το τελευταίο σε αυτή την γειτονιά.
Η ονομασία της γειτονιάς γρήγορα ξεχάστηκε, καθώς σε αυτή δεν υπήρχαν αποστακτήρες τσίπουρου, όπως κάποτε στα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Πολυπόταμος, το χωριό της φράουλας

Φραουλοκαλλιέργεια στον Πολυπόταμο

Η φράουλα καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στον Πολυπόταμο το 1938. Κατά μια εκδοχή την φράουλα την έφερε στο χωριό η Ρόμπη Ανθούλα, σύζυγος του Γεωργίου Ρόμπη, από τη Βουλγαρία. Έκρυψε οχτώ ρίζες στα ρούχα της για να τις περάσει από τα σύνορα. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή η Ρόμπη Ανθούλα πήρε κρυφά τις φράουλες από το κτήμα Κοντόπουλου στη Φλώρινα.

Η πρώτη ποικιλία που καλλιεργήθηκε ήταν η “Μαντάμ Μουτότ”. Για αρκετά χρόνια την αποκλειστικότητα της φραουλοκαλλιέργειας στο χωριό την είχαν ο Ρόμπης Γεώργιος και ο Φιλλίπου Βέλλιος. Πολλοί κάτοικοι του χωριού, εργάζονταν στα χωράφια τους κάποιοι από τους οποίους έκλεψαν ρίζες και άρχισαν με τη σειρά τους να την καλλιεργούν στα δικά τους κτήματα.
Ο συνεταιρισμός των φραουλοκαλλιεργητών δημιουργήθηκε το 1946 ενώ από το 1955 άρχισε να λειτουργεί κανονικά. Από το 1955 και για 30 περίπου χρόνια η παραγωγή της φράουλας έφτανε τους 1600 τόνους το χρόνο. Το 1968 ο συνεταιρισμός πήρε άδεια εξαγωγής με αριθμό μητρώου 10 και πραγματοποιήθηκαν εξαγωγές φράουλας στο εξωτερικό.
Με τις εξαγωγές της φράουλας έρχονταν πολλά χρήματα στο χωριό και αυτό γινόταν για πολλά χρόνια μιας και η ποιότητα της φράουλας Πολυποτάμου ήταν άριστη λόγω του υψομέτρου και των κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής. Μετά από κάμποσα χρόνια, η ποικιλία της “Μαντάμ Μουτότ” καταστράφηκε από την εξασθένιση των εδαφών και την μεγάλη υγρασία. Από το 1965 καλλιεργήθηκαν νέες ποικιλίες όπως η “Σουβενίρ” η “Σέγκα Σεγκάνα” η “Σέγκα Πρεγκοζάνα” και αργότερα η “Γκορέλα” που ήρθε από τη Γαλλία και τη Βουλγαρία.

Την δεκαετία του ’70 το κράτος στήριξε την καλλιέργεια της φράουλας με επιδοτήσεις και καθόριζε και τιμή ασφαλείας. Μετά το 1980 η παραγωγή άρχισε να μειώνεται σταδιακά λόγω της κατάργησης των επιδοτήσεων και της καλλιέργειας της φράουλας σε άλλα πιο ζεστά μέρη της νότιας Ελλάδας με αποτέλεσμα να υπάρχει πρόβλημα στη διάθεσή της.
Σήμερα καλλιεργούνται περίπου 10-15 στέμματα και η πώλησή της γίνεται στην αγορά της Φλώρινας.
Επιμέλεια : kparlapani
Τα στοιχεία αντλήθηκαν από την εργασία «Η Φραουλοκαλλιέργεια και η ιστορία της στον Πολυπόταμο» που εκπονήθηκε από τους μαθητές και τους δασκάλους του Δημ. σχολείου Πολυποτάμου το 1999.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

ΓΑΜΗΛΙΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥΠΟΤΑΜΟ

Ο γάμος είναι ένα έθιμο από τα πιο πλούσια σε τοπικό χρώμα και χαρακτήρα. Για τα χωριά είναι το μεγαλύτερο και το πιο χαρμόσυνο γεγονός γι’ αυτό παίρνει έννοια τοπικού πανηγυρισμού που παίρνουν μέρος όλοι οι χωριανοί. Το έθιμο του γάμου είναι μια ευκαιρία για να διασκεδάσουν και να χαρούν όλοι, να ξεφύγουν από την καθημερινή τους ζωή γι’ αυτό τον οργάνωναν με το καλύτερο τρόπο για να ευχαριστηθούν όλοι οι καλεσμένοι.
Στα παλιά χρόνια οι γνωριμίες γίνονταν συνήθως στις βρύσες όπου πήγαιναν για νερό οι νέοι και οι νέες . Τα παντρολογήματα γίνονταν από τους προξενητές ή τις προξενήτρες που πήγαιναν στο σπίτι της υποψήφιας νύφης. Αν κανονιζόταν ο γάμος έπαιρνε ένα ζευγάρι παπούτσια δώρο. Πολλές φορές οι νέοι μάθαιναν στα ξαφνικά ότι τους αρραβώνιασαν με το τάδε παιδί ή το τάδε κορίτσι και δεν έφερναν καμιά αντίρρηση. Στο λόγο έδινε οι οικογένεια της νύφης στο γαμπρό ένα ζευγάρι πλεκτές κάλτσες Μετά από λίγο καιρό κάνανε επίσημο αρραβώνα ανταλλάζανε δώρα και κάνανε τραπέζι. Ο γάμος θα γινόταν μετά από τρεις και παραπάνω μήνες για να γίνουν οι ανάλογες προετοιμασίες. ετοιμάσει η τα δώρα και τη φορεσιά της. Τα υλικά για τη φορεσιά της νύφης την αγόραζε ο γαμπρός ενώ ετοίμαζε και τη δική. Η νύφη του αγόραζε το πουκάμισο.
Από τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός κοριτσιού ετοιμαζόταν οι προίκα της και κάθε βράδυ η μάνα και η γιαγιά έπλεκαν κάλτσες αντρικές και γυναικείες. Αυτές θα δίνονταν ως δώρο την μέρα του γάμου σε όλους τους καλεσμένους. Γέμιζαν τα μπαούλα με μάλλινες κάλτσες και ποδιές. Για τα αγόρια δε γινόταν καμιά ετοιμασία.

ΓΑΜΟΣ
Την Παρασκευή δέκα μέρες πριν το γάμο το σόι του γαμπρού πήγαινε να καλέσει τις ποσεστρίμες για να πάνε μετά τρεις μέρες δηλαδή την Κυριακή να καλέσουν όλο το χωριό.
Την ημέρα που τους καλούσαν, οι καλεσμένοι πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού με ένα κόσκινο που μέσα είχε σιτάρι, ή βρίζα. Εκεί στρώνανε κάτω κουρελούδες όπου πάνω τους ρίχνανε αυτά που είχανε μέσα στο κόσκινο. Οι ποσεστρίμες μαζεύανε σε τσουβάλια το σιτάρι και τη βρίζα. Στις άδειες πλέον κουρελούδες ρίχνανε καραμέλες και στραγάλια και την ρίχνανε σε ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι για να φέρουν γούρι στο νέο ζευγάρι και να κάνουν απογόνους. Τα τσουβάλια τα πηγαίνανε στο μύλο να τα αλέσουν .

Την Τρίτη βράδυ οι ποσεστρίμες οι κουλουπτσήδες και οι κοντινοί συγγενείς του γαμπρού με το αλεύρι που τους δώρισαν έπιαναν προζύμι. Μετά ο γαμπρός τους φίλευε πίττες. Μόλις τέλειωναν το φαγητό χορεύανε και με αλεύρι πασπαλίζανε το γαμπρό. Μετά ο γαμπρός πήγαινε στην αρραβωνιαστικιά του και με τη σειρά του την πασπάλιζε με αλεύρι για να κάνουν υποτίθεται άσπρα παιδιά.
Την Παρασκευή το πρωί μαζεύονταν οι ποσεστρίμες στο σπίτι του γαμπρού και ζυμώνανε τις πογάτσες για να καλέσουνε τον παπά τον κουμπάρο και δύο κουλούρες για να καλέσουν με αυτές τους παρακούμπαρους. Μετά άλλες σκούπιζαν τους δρόμους και τις αυλές ενώ άλλες πηγαίνανε στο ποτάμι και με άχυρα και πλέκανε ρογοζίνα ένα είδος ψάθας.
Το Σάββατο οι κουλουπτσήδες σφάζανε πρόβατα ή και κανένα μοσχάρι για να ετοιμάσουνε με αυτά τα φαγητά της Κυριακής.
Την Κυριακή το πρωί οι ποσεστρίμες με τους κουλουπτσήδες και τα όργανα συναντιόντουσαν στο σπίτι του γαμπρού. ξεκινούσαν από το πρωί πρωί να παίζουν χαρούμενους σκοπούς και να καλούν όλο το χωριό μοιράζοντας τσίπουρο από την στολισμένη με κορδέλες κάρτα.
Στη συνέχεια όλοι μαζί γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού όπου χόρευαν και από εκεί πήγαιναν να πάρουν τη νύφη. Πρώτα πηγαίνανε στην αστυνομία. στο τέλος πηγαίνανε στην νύφη όπου της πήγαιναν το φόρεμα που το πρωί το είχε χορέψει μια πoσεστρίμα. Οι καβαλάρηδες είχαν στολισμένα τα άλογα με βελέντζες και πιπεριές . Όλο το σόι του γαμπρού μαζεύονταν στο σπίτι του για φαγητό . Μόλις τρώγανε έβγαινε ο γαμπρός από το σπίτι με τον κουμπάρο και ο πατέρας του γαμπρού καθόταν σε μια καρέκλα και όλο το σόι το χαιρετούσε.
Μετά πηγαίνανε με τα όργανα όλο χαρά στην νύφη. Το σόι της νύφης περίμενε στην πόρτα και δεν άφηναν κανέναν να μπει μέσα εάν δεν χτυπούσαν το αυγό που είχαν κρεμάσει στο δέντρο. Μέσα στο σπίτι της νύφης έμπαινε το σόι του γαμπρού και οι κουμπάροι. Ο κουμπάρος και παρακούμπαρος πλήρωναν τα παπούτσια.
Όταν έβγαινε η νύφη από το σπίτι της έκανε το σταυρό της και κλωτσούσε ένα ποτήρι γεμάτο με νερό και στη συνέχεια κάθονταν ο πατέρας της νύφης σε μια καρέκλα και όλο το σόι περνούσε τον χαιρετούσε και άφηνε χρήματα πάνω στην πουγάτσα.
Μόλις ξεκινούσαν για την εκκλησία έριχναν πάνω στη νύφη μια άσπρη μαντίλα και πάνω της ρίχνανε μέσα από τη σήτα ρύζι και καραμέλες.
Έξω από την εκκλησία η πεθερά έστρωνε μια κόκκινη φλοκάτη για να περάσει πρώτη η νύφη. Τρία άτομα έκαναν γύρω την πουγάτσα τρεις φορές λέγοντας « Να ζήσουν» και περνούσαν μέσα στην εκκλησία για τη στέψη. Όταν τελείωνε το μυστήριο του γάμου ξεκινούσε το μεγάλο γλέντι στην πλατεία του χωριού.
Όλο το χωριό διασκέδαζε σαν μια οικογένεια. Το βράδυ τα όργανα συνόδευαν τη νύφη και το γαμπρό στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί τους περίμενε η μητέρα του γαμπρού η οποία με μέλι έκανε ένα σταυρό στην πορτα και η νύφη έπρεπε να το καθαρίσει. Μετά της έδινε ξύλα στην αγκαλιά και ένα τορβά με ψωμί και την πήγαινε στο τζάκι όπου η νύφη άφηνε τα ξύλα. Στην συνέχεια η πεθερά ακουμπούσε την νύφη στο τζάκι. Όλο αυτό το τελετουργικό σήμαινε ότι από δω και πέρα η νύφη ήταν νοικοκυρά στο σπίτι. γλυκό του κουταλιού τη νύφη για να είναι πάντα γλυκιά. Το γλέντι συνεχιζόταν με λιγότερο κόσμο μέχρι το πρωί.
Την επόμενη Κυριακή οι γονείς της νύφης καλούσαν τους γονείς του γαμπρού για να φάνε μαζί. Το έθιμο αυτό λεγόταν πραβίτσε.

Ν.Φ., Χ.Φ., Ζ.Ε..

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΠΟΛΥΠΟΤΑΜΟΥ

Για πρώτα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς δεν μπορεί να γίνει λόγος για ελληνικό σχολείο γιατί και το χωριό αυτό ακολούθησε την τύχη των περισσοτέρων χωριών της Τουρκοκρατημένης Ελλάδας. Έτσι αμάθεια και σκοτάδι επικράτησε και εδώ.
Σύμφωνα με όσα αναγράφονται στο βιβλίο Ιστορίας του σχολείου όπως αφηγείται ο Δήμου Βασίλειος του Γεωργίου πριν το 1870 το μόνο σχολείο που λειτουργούσε ήταν ελληνικό , « Το μόνο σχολείο που λειτουργούσε ήταν ελληνικό. Εγώ δεν πήγα στο σχολείο γιατί ο πατέρας μου από πολύ μικρό με έστειλε με τις γελάδες, μα θυμάμαι πως ο θείος μου ήξερε και να διαβάζει και να γραφεί ελληνικά και πως αυτά τα έμαθε στο σχολείο που λειτουργούσε στο χωριό (περίπου από το 1950). Το αλφάβητο ήταν ελληνικό και τα βιβλία επίσης ελληνικά. Οι Τούρκοι δεν μας πείραζαν στο ζήτημα αυτό και μπορούσε κανείς να μιλάει και να γραφεί όποια γλώσσα ήθελε. Στα χρόνια που ήμουν παιδί στο σχολείο δάσκαλος ήταν κάποιος με το όνομα Γιοβάνης από το χωριό Καμπάσνιτσα (Πρώτη) κι αργότερα όταν έφυγε αυτός, τον αντικατέστησε ένας με το όνομα Σπύρος απ’ την Κοζάνη, τον Σπύρο δε ο Παπα-Τράικος ο οποίος αργότερα έγινε παπάς του χωριού».
Ο Μήλης Γεώργιος του Ναούμ όπως καταγράφεται στο βιβλίο ιστορίας του σχολείου, λέει ότι είχε για δάσκαλό του τον Γιοβάνη απ’ την Πρώτη, ο οποίος αφού δούλεψε εδώ 5-6 χρόνια ξαναγύρισε στο χωριό του όπου χειροτονήθηκε παπάς.
Ο Μάρκου Μάρκος του Ιωάννη αναφέρει ότι θυμάται πως οι συνομήλικοί του φοιτούσαν σε σχολείο Ελληνικό και πως από τους 4 θείους του οι 2 φοίτησαν σε Ελληνικό σχολείο και γνώριζαν να γράφουν και να διαβάζουν.
Κατά πάσα πιθανότητα στο μεγαλύτερο διάστημα της Τουρκοκρατίας δεν λειτουργούσε σχολείο στο χωριό . Σχολείο ελληνικό πρέπει να λειτούργησε τον 18ο και 19ο αιώνα. Για τους δασκάλους φρόντιζε το Πατριαρχείο και ο Μητροπολίτης Καστοριάς στην δικαιοδοσία του οποίου ανήκε η εκκλησία του χωριού.
Κατά την περίοδο από το 1870 μέχρι το 1913 μετά τη συνθήκη του Λονδίνου (17 Μαρτίου 13) που αποδόθηκε η Μακεδονία και η Ήπειρος στην Ελλάδα, αρχίζει μια δραματική περίοδος ανάμεσα στους έλληνες και τους Βούλγαρους.
Παρά τους διωγμούς, το ελληνικό σχολείο λειτουργούσε κανονικά την περίοδο αυτή και όσες φορές τύχαινε να χηρέψει η θέση του διδασκάλου, μέχρι να διορισθεί νέος, χρέη δασκάλου εκτελούσε κάτοικος του χωριού από τους πιο μορφωμένους.
Το 1892 δάσκαλος του χωριού φέρεται ο Λάζαρος Παπακωνσταντίνου από τον Πολυπόταμο , ο οποίος
αφού έμαθε λίγα γράμματα στο σχολείο του χωριού και συμπλήρωσε την μόρφωσή του στο Γυμνάσιο Μοναστηρίου.
Οι δάσκαλοι διορίζονταν και πληρώνονταν από τον μητροπολίτη Καστοριάς. Δύο φορές το χρόνο φρόντιζε να επισκέπτεται και το σχολείο και να ενημερώνεται σχετικά με την πρόοδο των παιδιών.
Το 1905, σύμφωνα με τις καταγραφές που υπάρχουν στο βιβλίο ιστορίας , το σχολείο ληστεύτηκε και κάηκαν τα λίγα θρανία και έπιπλά του από τους κομιτατζήδες. Τότε σκοτώθηκαν ο Δίνης Χρήστος, Μιχαλίτσης Φίλιππος, Παππάς Μιχάλης και ο ιερέας του Χωριού Παπαγιάννης. Ο δάσκαλος του χωριού, Σωτήρης ο Καστοριανός, τρομοκρατημένος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο που βρισκόταν στην πλατεία και να το μεταφέρει στο σπίτι του Αποστόλου όπου συγκέντρωνε τους μαθητές και έκανε μάθημα πάνω σε ψάθες. Μαζί με το Σωτήρη δούλευε επίσης και η Γιαννούλα η Καστοριανή γνωστή και ως η Γιαννούλα με την καμπούρα. Δούλεψαν μαζί από το 1905 μέχρι το 1910. Από το 1910εως το 1912 δούλεψαν στο σχολείο δύο δάσκαλοι που τα ονόματά τους έχουν ξεχαστεί. Αυτά την περίοδο οι δάσκαλοι κινδύνευαν από στιγμή σε στιγμή να χάσουν τη ζωή τους όμως κατάφεραν και τα κράτησαν ανοιχτά ακόμα και στις πιο δύσκολές μέρες .
Το βουλγαρικό σχολείο που λειτούργησε από το 1910 μέχρι το 1912 διαλύθηκε και χρησιμοποιήθηκε σαν παράρτημα του ελληνικού σχολείου μιας και βρισκόταν δίπλα του.
Το 1912 πρώτη δημοδιδασκάλισσα ήταν η Δήμητρα Τέγου η οποία είχε αποφοιτήσει από το Παρθεναγωγείου Μοναστηρίου. Δούλεψε για πέντε χρόνια και την αντικατέστησαν οι επίσης απόφοιτες του Παρθεναγωγείου Μοναστηρίου, αδερφές Κοσμά Ανδρομάχη και Κοσμά Καλλιόπη. Προϊστάμενος του σχολείου ήταν ο Γιώργος ο Μοναστηριώτης. Το 1918, κατά το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, η χωροφυλακή που ήταν εγκαταστημένη στο χωριό , πήρε διαταγή για την ασφάλειά της ν α μεταφερθεί στη Δροσοπηγή για την ασφάλειά της . Ο Γιώργος ο δάσκαλος θεώρησε καλό να φύγει και αυτός με τους χωροφύλακες αλλά στη Κ. Υδρούσα δολοφονήθηκε από βουλγαρίζοντες.
Το 1916 διευθυντής του σχολείου ήταν ο Ντάνης που καταγόταν από το Πισοδέρι Φλώρινας ενώ το λοιπό διδακτικό προσωπικό αποτελούσαν οι αδερφές Ελένη και Ασπασία Ρόκου. Η πρώτη έμεινε για ένα χρόνο ενώ η Ασπασία παρέμεινε με τον Ντάνη έως το 1919 οπότε ανέλαβε διευθυντής ο Πανάγος που ήταν τότε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο .
Από το 1920έως το 1930 διευθυντής του σχολείου ήταν ο Σταυρίδης Αθανάσιος ο οποίος κατέβαλλε πολλές προσπάθειες για την οργάνωση του σχολείου και την πρόοδο των μαθητών. Μαζί του υπηρετήσαν κατά τον πρώτο χρόνο η κόρη του Αρετή , ο Γιάλης Μενέλαος , ο Γιώργος Μπιβολής και η Νηπιαγωγός Δουλγεράκη Μελπομένη.
Μετά και από δικές του προσπάθειες πραγματοποιήθηκε η ανέγερση νέου διδακτηρίου. Για να χτιστεί το σχολείο , το κράτος διέθεσε το ποσό των 1.015.000προπολεμικών δραχμών ενώ πολύ σημαντική ήταν και η προσωπική εργασία των κατοίκων.

Το 1926 τα ποτάμια του χωριού μετά από πολυήμερες βροχοπτώσεις, κατέβασαν στην πλατεία του χωριού άφθονες πέτρες και άμμο που ήσαν αρκετά για το κτίσιμο του σχολείου. Όλο το χωριό βοήθησε στην μεταφορά των υλικών και στην οικοδόμηση του σχολείου. Οι εργασίες κράτησαν δύο χρόνια και το 1928 στόλιζε το χωριό με την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπειά του. Το 1926 με απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών παραχωρήθηκε στο σχολείο ως δωρεά μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Μετά την αποπεράτωση του διδακτηρίου μετατέθηκε ο Αθ. Σταυρίδης και τη θέση του πήρε ο Κυριόπουλος που πολλά χρόνια συνυπηρετούσε μαζί του. Στο σχολείο τότε υπηρετούσαν και η Μαγειροπούλου Ευριπία Τοσοννίδου Φιλαρέτη ο Ιωακειμίδης που αργότερα αντικατέστησε τον Κυριόπουλο και οι Νηπιαγωγοί Φιλίππου Καλυψώ, Καλαούζη Ιουλία και κατόπιν η Βαφειάδου Δωροθέα.
Από το 1937 μέχρι το 1940 σα διευθυντής δούλεψε ο από τη Σκοπιά . Όταν αυτός επιστρατεύτηκε τη θέση του πήρε ο Λουλούσης Παναγιώτης ο οποίος εργάστηκε μέχρι το 1945. Τον αντικατέστησε ο Ιγνάτιος Κώνστας που υπηρέτησε έως το 1947. Το 1946 έπεσε η σκεπή του σχολείου από το πολύ χιόνι. Την ‘ίδια χρονιά κατασκευάστηκε και το μαγειρείο δίπλα στο σχολείο στη δυτική πλευρά του. Από το 1947 και για δύο ολόκληρα χρόνια, λόγω της σφοδρότητας του εμφυλίου πολέμου, το σχολείο έκλεισε και οι δάσκαλοι τοποθετήθηκαν σε άλλα χωριά.
Το φθινόπωρό του 1949 οι κάτοικοι ξαναγύρισαν στο χωριό και από τους δασκάλους πρώτος παρουσιάστηκε και ανέλαβε υπηρεσία ο Γεώργιος Καλτσούνης σε ηλικία 22 ετών. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να τακτοποιήσει το διδακτήριο. Έφτιαξε ακόμα και μόνιμη σκηνή στις δύο συνεχόμενες αίθουσες της δυτικής πλευράς του σχολείου. Τον Μάρτιο του 1950 τοποθετήθηκε μέχρι το τέλος της χρονιάς ο Ζώνιος Στέφανος γιατί ο Καλτσούνης επιστρατεύτηκε.
Τη σχολική χρονιά 1950-51 ανέλαβε υπηρεσία ο Δάνης Πραπαβέσης ο οποίος κατέγραψε την ιστορία του σχολείου την 28η Φεβρουαρίου του 1953. Μαζί του δούλεψαν ο Δογούλης Στέφανος , η ταπάνου Καλλιρόη η Ευτυχία Καντζά ο Ζάχος Χριστόφορος και οι Νηπιαγωγοί Μουτσούλη Μαρίκα και Καραμπέτση Ευαγγελία. Την Άνοιξη του 1951 πρωτοϊδρύθηκε ο σχολικός κήπος. Ο Πραπαβέσης έμεινε στο σχολείο για τρία χρόνια.

Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο ιστορίας του σχολείου που κατέγραψε ο Δάνης Πραπαβέσης

Πολυποτάμος. Ανάδρομη αφήγηση για την ενορία

Η Ενορία Πολυποτάμου του ομώνυμου Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Περάσματος του Νομού Φλώρινας αριθμεί 350 περίπου κατοίκους και έχει στον γεωγραφικό της χώρο τέσσερις Ιερούς Ναούς και δυο Ναΐσκους Το πρώτο χτίσιμο ναού έχουμε περί το 1670-ανακριβής χρονολογία- (Νότια του χωριού) . Είναι ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου ο οποίος καταστράφηκε το 1970 και το 1971 χτίζεται στην ίδια θέση ακριβώς ο νέος Ναός .
Από ενθυμίσεις κατοίκων ο παλαιός Ναός ήταν κάτω από την επιφάνεια της γης και θύμιζε της πρωτοχριστιανικές κατακόμβες. Τόσο στον Α΄ όσο και στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είχε γίνει καταφύγιο των κυνηγημένων αλλά και τόπος προσευχής έτσι ώστε να σωθούν όλοι όσοι πέρασαν από εκεί όπως μας αναφέρουν οι ίδιοι που τα έζησαν.

Τίποτα όμως από τον Ναό αυτό δεν σώζεται σήμερα παρά μόνο ελάχιστες εικόνες αγιογραφημένες το 1898 οι οποίες κοσμούσαν το τέμπλο του Ναού.
Δίπλα από τον Ναό υπήρχε το καμπαναριό το οποίο ήταν πετρόχτιστο και κατέρρευσε λόγω παλαιότητας αφήνοντας μας μόνο το σημείο όπου ήταν χτισμένο.
Σήμερα ο Ναός του Αγίου Νικολάου παραμένει Ναός Κοιμητηρίων όπως άλλωστε ήταν και όπως αναφέρουν οι παλαιότεροι οι ταφές των νεκρών από τον πόλεμο γινόντουσαν πάντα νύχτα φοβούμενοι τις βόμβες που έπεφταν.
Στην Ενορία αυτή το παράδοξο είναι ότι οι τέσσερις Ναοί που υπάρχουν είναι χτισμένοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα περιφρουρώντας έτσι το χωριό με την ασφάλεια του θεού.
Το 1740-1760 χτίζεται στη Βόρεια πλευρά του χωριού ο Ναός του Αγίου Αθανασίου(όπως προκύπτει από ερωτηματολόγιο της Μητροπόλεως που έγινε σε ιερέα της ενορίας το 1967) . Ο Ναός αυτός είναι ημιυπόγειος (τουλάχιστον ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του αυλικού χώρου) και χαρακτηριστικά γνωρίσματα του είναι ο περίφημος διάκοσμος της ξυλόγλυπτης οροφής του, ο επιβλητικός άμβωνας , το ξυλόγλυπτο τέμπλο με εικόνες που χρονολογούνται το 1845. Χρονολογία που διακρίνεται από τη χάραξη που έγινε πάνω τους.
Ο Ναός είναι χτισμένος με πέτρα, δυστυχώς όμως είναι καλυμμένη με επίχρισμα . Η σκεπή του ήταν επίσης πέτρινη αλλά λόγω της καταστροφής της σήμερα είναι με κεραμίδι . Αξίζει να αναφερθεί ότι όλοι οι Ναοί της ενορίας ήταν με πέτρινες σκεπές αλλά καμία δεν άντεξε το βάρος της με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν και να αντικαταστούν με κεραμίδι.
Με πέτρινες πλάκες επίσης ήταν και το δάπεδο , σήμερα σώζονται μόνο στο χώρο του Νάρθηκα (πρόναος).
Στην αρχική του μορφή σώζεται ανέπαφο από το χρόνο το καμπαναριό που είναι μόλις λίγα μέτρα δίπλα του Ναού.
Οι δύο αυτοί Ναοί (κοιμητηρίων) έως και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο αποτελούσαν μέσα σε μια κοινωνική ομάδα, δύο ενορίες. Από μαρτυρίες κατοίκων γνωρίζουμε πως στο Ναό του Αγίου Αθανασίου Έλληνας ιερέας λειτουργεί μετά το 1947.
Μετά την κατοχή επικρατούσε ένα έθιμο που λόγω του ειδωλολατρικού του χαρακτήρα, εξαλείφθηκε. Στην εορτή του Αγίου (18 Ιανουαρίου ) εύπορες οικογένειες προσέφεραν ένα μοσχάρι το οποίο και έσφαζαν στην αυλή του Ναού και στην συνέχεια το βράζανε σε μεγάλα καζάνια στο τζάκι της αποθήκης το οποίο σώζεται ως σήμερα. Μετά τον εκκλησιασμό ακολουθούσε φαγοπότι τιμώντας έτσι τον Άγιο. Βέβαια, όλα αυτά γινόντουσαν και για ένα σημαντικότερο λόγω. Οι άνθρωποι τότε πεινούσαν (ας μη ξεχνάμε σε ποια περίοδο βρισκόμαστε). Σήμερα στις αναφορές που κάνουν οι κάτοικοι λένε πως οι περισσότεροι άνθρωποι τρώγανε κρέας μόνο εκείνη τη ημέρα απ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Και ο λόγος ήταν η φτώχεια.
Ο Ναός του Αγίου Αθανασίου σήμερα είναι ο παλαιότερος που υπάρχει και είναι ένα από τα πολλά ιστορικά μνημεία που έχει η χώρα μας τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί ως χώροι αρχαιολογικού ενδιαφέροντος οι οποίοι ανήκουν στην υπηρεσία της αρχαιολογικής εφορίας.
Στην περίοδο του 1902 και αργότερα το 1906 έχουμε δύο δολοφονίες ιερέων από τους Βούλγαρους που αξίζει να αναφέρουμε τα ονόματα τους ως μνημόνευση για όλα αυτά που προσέφεραν. Είναι Ο ιερέας Παπακωνσταντίνου Κωνσταντίνος και ο ιερέας Στόιτσης Ιωάννης γνωρίζοντας το φρικτότερο θάνατο με ακρωτηριασμούς και αναρίθμητες μαχαιριές στο σώμα τους.
Κατόπι , το 1912 στη Δυτική πλευρά του χωριού χτίζεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Λουκά.
Ναός χτισμένος σε Βασιλικό ρυθμό και με εικόνες αγιογραφημένες με Ρωσική τεχνοτροπία. Χαρακτηριστικά και επιβλητικά ήταν τα δυο καμπαναριά που υπήρχαν (δεξιά και αριστερά του ναού) όπως και ο τρούλος που σήμερα δεν σώζονται. Κάποιοι κάτοικοι μάλιστα είχαν φωτογραφίες τον ναό στην αρχική του μορφή, τις οποίες δεν μπορούν να βρουν.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα λειτούργησε ως μοναστήρι από το μοναχό Ιγνάτιο που ήρθε από μονή του Αγίου όρους και το επάνδρωσε. Μετά τον θάνατο του τη δεκαετία του ’40 ο ναός λειτουργεί κατά την μνήμη του Αγίου και σε έκτακτες περιπτώσεις. Το κελί που υπήρχε καταστράφηκε και στη μεγάλη έκταση της αυλής ευδοκιμούσαν οπορωφόρα δέντρα που στο πέρασμα του χρόνου σάπισαν.
.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1913 χτίζεται ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου σε κεντρικό σημείο του χωριού. Το 1927 στο χωριό δίνεται η ονομασία Πολυπόταμος και στην ουσία από εδώ και στο εξής σχηματίζεται η ενορία Πολυποτάμου με ενοριακό ναό αυτό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Χτισμένος και αυτός σε Βασιλικό ρυθμo, με βυζαντινό χαρακτήρα στις εικόνες του τέμπλου και εντυπωσιακή καλλιτεχνική διάθεση των χτιστών με λαξευμένη πέτρα.
Η ευλάβεια των κατοίκων προς τη Θεοτόκο συνδυασμένη με την πίστη τους πρόσφερε και θαύματα που δεν έχουν καταγραφεί δυστυχώς.
Χωρίς να γνωρίζουμε χρονολογία ο ναΐσκος του Αγίου Μηνά έξω από το χωριό και βορειοδυτικά ήταν και είναι για τους κατοίκους ένας αγαπητός Άγιος, εξίσου αγαπητή είναι και η τοποθεσία στην οποία βρίσκεται ο Ναΐσκος. Γέροντες αναφέρουν πως σε αυτό το σημείο βρισκόταν το πρώτο χωριό –οικισμός- και γι’ αυτό το λόγo,  η τοποθεσία ονομάστηκε «Χωριουδάκι». Σήμερα ο ανακατασκευασμένος ναΐσκος σε συνδυασμό τη γραφικότητα του τοπίου , προσφέρει στον επισκέπτη ηρεμία και ψυχική γαλήνη.
Στην είσοδο του χωριού συναντάμε το ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου ο οποίος είναι ιδιόκτητος αλλά συγκαταλέγεται στην ενορία .
Η ενορία αριθμούσε 1.700 κατοίκους έως και την περίοδο του 1940. Έκτοτε ο πόλεμος οδήγησε πολλούς στην αποδημία με αποτέλεσμα σήμερα να αριθμεί μόλις 350 μόνιμους κατοίκους.
Τοπικούς ιερείς από την περίοδο του ’40 έως και το 2002 το χωριό δε γνώρισε. Το θρησκευτικό όμως συναίσθημα ήταν καλλιεργημένο, έτσι τουλάχιστον πέντε ενορίτες γίνονται μοναχοί και φεύγουν για το Άγιο Όρος . Μόνο για τους δύο γνωρίζουμε ότι προέρχονται από τα επώνυμα Σαμπαλής και Ζαραβέλης.
Ιερείς όπως ο Δρακόπουλος, Αναγνωστάκης , Ζαραβέλης , Βασιλείου , Παπαχρόνης , και Αβραμίδης εξυπηρέτησαν την ενορία περιοδικά μέχρι το 1970, κάποιοι μάλιστα από αυτούς ήταν αποσπασμένοι από τη Αθήνα κατά την περίοδο της Δικτατορίας .
Τη τριακονταετία ΄70 έως και 2002 διορίσθηκαν οι ιερείς Καντζίδης , Ανδρεόπουλος και Μπαγάσης. Από το 2002 μέχρι και σήμερα η ενορία έχει τον ενορίτη εφημέριο της.
Τελειώνοντας την αναδρομή στην ενορία Πολυποτάμου θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στη γραφικότατη τοποθεσία του χωριού , στη φυσική ομορφιά που χαρίζουν τα δάση ολόγυρα του , τα πανέμορφα και πολλά ρυάκια που σχηματίζουν το ποτάμι που διασχίζει το χωριό , τις όμορφες καμπύλες των βουνών και όλα αυτά σα μέσα σε έναν πίνακα ζωγραφικής που υπογράφεται από το χέρι του θεού για να μας το χαρίσει σε μας τους κατοίκους της ενορίας Πολυποτάμου.

Κ.Γ. Πολυπόταμος 20-01-09