Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Η Τοπική φορεσιά της Σκοπιάς Φλώρινας


Η έμφυτη τάση της Σκοπιώτισσας για τη διακόσμηση της μαζί με την αισθητική και καλλιτεχνική της αντίληψη το ωραίο, φαίνεται στη διακόσμηση της τοπικής φορεσιάς. Το πώς διαμορφώθηκε αυτή η φορεσιά είναι άγνωστο, γιατί χάνεται στα βάθη του χρόνου. Πιθανόν τα στοιχεία εκείνα που Θα πρέπει να έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή της να ήσαν:1)η ιστορία 2) ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας 3)η πίστη στη παράδοση 4)τα υλικά που διέθεταν και η επεξεργασία τους και 5)η λειτουργικότητά της (χειμερινή, Θερινή, επίσημη, καθημερινή κτλ).
Η γυναικεία φορεσιά πραγματικά είναι μοναδική σε ομορφιά. Έχει πάρει το 1ο βραβείο ομορφότερης τοπικής φορεσιάς και δυο όμορφες κοπελιές του χωριού μας, η Μελπομένη Ζώλη και η Πασχαλινή Ζώλη, κόσμησαν με την ομορφιά, τη στολή και τις κορμοστασιές τους το χαρτονόμισμα των 100 και 1000 δρχ. της τράπεζας της Ελλάδος, το έτος 1939.
Τη φορεσιά της Σκοπιάς αποτελούν το: πουκάμισο(κουσούλα),που μπαίνει κατάσαρκα, και έχει χρώμα άσπρο. Η τραχηλιά(γκουσνίτσε),που μπαίνει κάτω από το πουκάμισο, καλύπτει το στήθος και έχει χρώμα μαύρο, κόκκινο ή μπλε και βελούδινο. Το αντερί, που είναι βαμβακερό με σκούρο βυσσινί χρώμα ή μαύρο με κίτρινες ρίγες, ακόμη και πράσινο με κίτρινες ρίγες λεπτές φαρδιές.

Αντί για αντερί το χειμώνα φορούσαν το κιουρντί που ήταν χοντρό μάλλινο
και είχε μαύρο χρώμα. Πάνω από το αντερί φορούσαν το μιντάνι (πόλκα) πού είναι σκούρο με ρίγες μέχρι τη μέση και με μανίκια. Τέλος από πάνω φορούσαν μαύρο χειμωνιάτικο επενδυτή(κουσάλε) που έφτανε λίγο πιο πάνω από το αντερί. Είχε γούνα γαρνιρισμένη στα πέτα, επίσης μαύρου χρώματος. Η ποδιά (πρέγατς) είναι κόκκινη με μαύρες ρίγες, με κεντημένη άσπρη κορδέλα σαν τρίγωνα στις κάτω άκρες και στη μέση επίσης άσπρη οριζόντια κορδέλα ανάμεσα στα δύο τρίγωνα. Η ζώνη (πογιάσι) είναι μπλε ή βυσσινιά. Στο Κεφάλι Φοράνε σάρπα και από πάνω πιασμένο άσπρο μαντήλι ή και κίτρινο. Δεξιά και πάνω στο μαντήλι πάντα ένα λουλούδι. Τα κοσμήματα είναι κολιέ με χάντρες, γιορντάνια, σκουλαρίκια και πάντα μια αγκράφα καρφιτσωμένη στη μέση του στήθους απ’ όπου ξεκινάν αλυσίδες και από τις δύο μεριές, που έχουν περασμένα νομίσματα και οι άκρες τους καρφιτσώνονταν η κάθε μια και σ’ ένα ώμο (κόπετσς). Στη ζώνη ένα πολύχρωμο μαντηλάκι (είναι για τις ανάγκες του χορού) και οι κάλτσες
(τσοράπια) χοντρές μάλλινες σε μαύρο ή μπλε σκούρο χρώμα. Τα παπούτσια παλιά ήταν από δέρμα γουρουνιού (πίντσι ή γουρουνοτσάρουχα). Αυτή είναι η φημισμένη μας στολή. Η αντρική είναι πιο απλή. Το πουκάμισο έβγαινε κάτω από κιουρντί που ήταν από μαύρο χοντρό μάλλινο ύφασμα, το σαγιάκι. Τα μπαινοβράκια (μπινεβρέντζι) μαύρα και τα γιορτινά άσπρα από σαγιάκι και αυτά, τα φορούσαν στα πόδια μέχρι το βρακί περίπου. Από πάνω το μαύρο μάλλινο και χοντρό πανωφόρι που το λέγανε σαγιάκι για να μην κρυώνουν. Τα παπούτσια γουρουνοτσάρουχα. Κάποιες πληροφορίες λένε ότι οι άντρες φορούσαν στο κεφάλι κάτι σαν φέσι που είχε μαύρο χρώμα . Οι άντρες φορούσαν και φουστανέλες.

Λεωνίδας Ζώλης

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Η γειτονία Ρετζί. Δημήτριος Μεκάσης

Λέγαμε παλιά «Το Ρετζί» και εννοούσαμε την γειτονιά της οδού Παύλου Κύρου και τμήμα της οδού Ιωάννη Άρτη, από την οδό Παύλου Μελά και μέχρι το ποτάμι, καθώς και από τμήμα της οδού Σταμπουλή, από την Παύλου Μελά προς την οδό Παύλου Κύρου και τέλος την νέα οδό, που ονομάζεται Αερόπου. Το όνομά της το πήρε από την εταιρεία του μονοπωλίου καπνού, που ονομαζόταν «Ρεζί», και στεγαζόταν στην γωνία των οδών Παύλου Κύρου και Ιωάννη Άρτη. Οι τούρκοι όμως την λέξη αυτή την πρόφεραν ως «Ρετζί».
Γι αυτό και η γειτονιά ονομαζόταν «Ρετζί» επί εκατό περίπου χρόνια, από το 1890 μέχρι την δεκαετία του 1990, που κατεδαφίστηκε και το τελευταίο τμήμα του κτηρίου.
O καπνός και οι καπνοκαλλιέργειες πέρασαν από πολλές φάσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία, από την εμφάνιση του, το 1612, και μέχρι το 1912, που με τους βαλκανικούς πολέμους απελευθερώθηκαν οι λαοί της ευρωπαϊκής Τουρκίας. 0 καπνός άλλες φορές απαγορευόταν από του Οθωμανούς και άλλες φορές καλλιεργούταν επίσημα, μέχρι που οι καπνιστές έγιναν πάρα πολλοί, και η οθωμανική διοίκηση αντιλήφτηκε ότι με την φορολογία του καπνού μπορούσε να ξεχρεώσει το εξωτερικό της χρέος.
Στις 28 Μαΐου 1883 εξεδόθη το αυτοκρατορικό φιρμάνι (διάταγμα), με το οποίο παρεχωρείτο το μονοπώλιο του καπνού σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, στην ανώνυμη εταιρεία «Ρεζί». Η επίσημη ονομασία της εταιρίας ήταν «Societe de Ια Regie des Ταbαcs de I' EmpΊre OttOmans», που σημαίνει: «Εταιρία της συνενδιαφερομένης διαχειρίσεως των καπνών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». Η γαλλική επωνυμία της εταιρίας μπέρδευε τους περισσότερους, που νόμιζαν ότι ήταν γαλλική εταιρία. Η Ρεζί δεν ήταν γαλλική εταιρία. Η εταιρία αυτή φτιάχτηκε από το οθωμανικό κράτος με την συμμετοχή του έλληνα τραπεζίτη από την Βιέννη, Λεοπόλδου Μπαλτατζή, ιδιοκτήτη της τράπεζας Kredit-Anstalt, του γερμανού τραπεζίτη Bleichόder και της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας. Το οθωμανικό κράτος με τους παραπάνω τραπεζίτες είχαν το προνόμιο εκμετάλλευσης του μονοπωλίου καπνού σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η γαλλική επωνυμία της ανώνυμης εταιρίας ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθεί από τους λαούς της αυτοκρατορίας, αλλά και από το επίσημο οθωμανικό κράτος, καθώς οι περισσότεροι δεν γνώριζαν γαλλικά. Γι αυτόν τον λόγο, από όλη την επωνυμία κράτησαν την λέξη «Regie», που προφέρεται «Ρεζί» και σημαίνει διαχείριση αγαθών, δημόσια επίβλεψη έργων, υπηρεσία εισπράξεων έμμεσων φόρων. Η Ρεζί είχε το προνόμιο να πουλά τον σπόρο, για τις καλλιέργειες καπνού στους καπνοκαλλιεργητές, να αγοράζει όλα τα καπνά, να τα επεξεργάζεται και να τα πουλάει στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αλλά και στο εξωτερικό. Έδινε ακόμη και δάνεια στους καπνοκαλλιεργητές. Είχε επίσης και το μονοπώλιο του τσιγαρόχαρτου. Κανείς καπνοκαλλιεργητής δεν μπορούσε να πουλήσει αλλού την παραγωγή καπνού, παρά μόνο στην Ρεζί. Τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά, καθώς η Ρεζί διέθετε και ένοπλα τμήματα, τους «κολτζήδες», οι οποίοι είχαν όλο το δικαίωμα να ελέγχουν τους καπνοκαλλιεργητές, για να αποφευχθεί το λαθρεμπόριο του καπνού. Οι καλλιεργητές μπορούσαν να κρατήσουν από την σοδιά τους μόνο μια μικρή ποσότητα καπνού για ατομική χρήση.
Η Ρεζί ήταν μια λαομίσητη εταιρία, που εκτός την φορολογία και τα υπερκέρδη ευθύνονταν και για πολλές δολοφονίες. Οι κολτζήδες, οι ένοπλοι φύλακες της εταιρείας, είχαν κάθε δικαίωμα να πυροβολούν με
την παραμικρή υποψία. Πολλοί καπνοκαλλιεργητές, αλλά και αγωγιάτες έπεσαν νεκροί από τα βόλια των κολτζήδων, πριν ακόμη αποδειχτεί η ενοχή τους. Οι κολτζήδες δεν δικαζόταν ποτέ, καθώς η Ρεζί ήταν το ίδιο το κράτος, σε ένα διεφθαρμένο κράτος, όπως αυτό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά την συνταγματική αποκατάσταση του 1908, πολλοί ήταν αυτοί που ζητούσαν την κατάργηση της Ρεζί. Όμως η Τουρκία δεν ήταν σε θέση να ξεπληρώσει τα χρέη της, ούτε να δώσει τα μερίδια της εταιρείας στους ξένους τραπεζίτες. Τελικά η Ρεζί καταργήθηκε από τον Κεμάλ, το 1923, με την συνθήκη της Λωζάννης. Έκλεισε η Ρεζί μετά από σαράντα χρόνια παρουσίας και σκληρής φορολογίας.
Στη Φλώρινα η εταιρεία Ρεζί, μετά το 1883, αγόρασε μια μεγάλη έκταση στην γωνία των σημερινών οδών I. Άρτη και Παύλου Κύρου και έχτισε ένα τεράστιο πέτρινο διώροφο κτήριο, που αποπερατώθηκε το 1890 περίπου. Ήταν το μεγαλύτερο κτήριο που χτίστηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ήταν μια τεράστια καπναποθήκη, όπου συγκεντρώνονταν όλα τα καπνά της περιοχής, και εκεί μέσα γινόταν η επεξεργασία του καπνού. Υπήρχαν τα γραφεία της εταιρείας και ο χώρος όπου έμεναν οι φύλακες κολτζήδες, και οι στάβλοι για τα άλογά τους.
Η εταιρεία Ρεζί είχε και ένα παρατηρητήριο στον λόφο, όπου σήμερα βρίσκεται ο Σταυρός. Εκεί στην κορυφή υπήρχε ένα μικρό βυζαντινό κτίσμα, το οποίο επισκεύασε η Ρεζί και με βάρδιες οι κολτζήδες, με τα κιάλια έλεγχαν τον κάμπο. Αν από ψηλά έβλεπαν στον κάμπο να περνάει κανένα καραβάνι, ένας από τους κολτζήδες κατέβαινε με άλογο από το βουνό και ειδοποιούσε το απόσπασμα που έδρευε στο κτήριο της εταιρίας. Οι οπλισμένοι κολτζήδες με γρήγορα άλογα πρόφθαναν το αργό καραβάνι και έκαμναν τον έλεγχο για να εντοπίσουν, αν το καραβάνι μετέφερε λαθραίο καπνό. Οι αυστηροί έλεγχοι γινόταν για να πατάξουν το λαθρεμπόριο καπνού, το οποίο μείωνε τα έσοδα της αυτοκρατορίας.
Διευθυντής της Ρεζί ήταν ένας τουρκαλβανός Μπέης, καθώς και οι κολτζήδες ήταν αλβανοί και οι περισσότεροι υπάλληλοι και καπνεργάτες της εταιρείας. Όλοι ήταν αλβανιστές, δηλαδή αλβανοί εθνικιστές, που και αυτοί περίμεναν την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ονειρευόταν μια μεγάλη Αλβανία, όσο το πασαλίκι του Αλή Πασά. Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα οι έλληνες της Φλώρινας είχαν να αντιμετωπίσουν την σκληρότητα των αλβανών κολτζήδων, που μισούσαν τον ελληνισμό. Ένας φορτοεκφορτωτής της εταιρίας ήταν και κουτσαβάκης, και αμολούσε το ζωνάρι του και αναζητούσε φασαρίες. Αλίμονο στον χριστιανό που περνούσε έξω από το κτήριο της Ρεζί, όταν αυτός ήταν στον δρόμο. Χτυπούσε με γροθιές και κλωτσιές τους περαστικούς χριστιανούς και λογαριασμό δεν έδινε σε κανέναν. Αλλά και οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να βρουν το δίκαιο τους, καθώς η τούρκικη δικαιοσύνη ήταν πάντα υπέρ των μουσουλμάνων.
Με τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 οι βαλκανικές χώρες απελευθερώθηκαν και τυπικά η Ρεζί έκλεισε. Παρέμεινε όμως καπνομάγαζο, κάτω από ειδικές ρυθμίσεις, καθώς οι ξένοι τραπεζίτες πίεζαν και ζητούσαν τα μερίδια τους. Η Ρεζί λειτούργησε με τις ειδικές διατάξεις μέχρι το 1923, που υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάννης και η Ρεζί έκλεισε οριστικά. Έκλεισε και η Ρεζί της Φλώρινας και το κτήριο πέρασε στα ανταλλάξιμα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 το κτήριο χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό. Εκεί στεγάστηκε μια μικρή μονάδα του πεζικού και τα γραφεία του Μεθοριακού Τομέα. Ένα μικρό στρατόπεδο, όπου μαγείρευαν περισσότερο φαγητό και κάθε μεσημέρι το περίσσευμα το έδιναν στους φτωχούς και τους πεινασμένους. Ένα στρατόπεδο διαφορετικό, όπου συχνά έπαιζαν καραγκιόζη για την ψυχαγωγία των στρατιωτών, αλλά και των μαθητών των σχολείων της Φλώρινας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 το κτήριο της Ρεζί αγοράστηκε από ιδιώτες. Αγοράστηκε από τον Σταύρο και Μαρία Παππά και τον εργολάβο Λάζαρο Παπατριανταφύλλου. Αργότερα ένα τμήμα του κτηρίου αγοράστηκε από τον Σπύρο Μπέλτσο.
Κατά την γερμανική Κατοχή το κτήριο της Ρεζί χρησιμοποιήθηκε από τον γερμανικό στρατό ως αποθήκη υλικών, αλλά και κρατητήρια αντιστασιακών. Και όταν έφυγαν οι γερμανοί, ακολούθησε η πολιτική περίοδος των αναταραχών και των ενόπλων συγκρούσεων. Το ΚΚΕ καλούσε τον κόσμο στα βουνά, ενώ χωροφυλακή έκαμνε συλλήψεις. Το κτήριο της Ρεζί μετατράπηκε σε φυλακή. Το 1947, υπήρχαν 460 περίπου αριστεροί κρατούμενοι. Την νύχτα της 28ης Μαΐου 1947 οι αντάρτες επιτέθηκαν στην Φλώρινα για να τιμωρήσουν του δεξιούς αλλά και να απελευθερώσουν τους κρατούμενους. Περίπου 400 αντάρτες περικύκλωσαν τις φυλακές της Ρεζί, αλλά βρήκαν ισχυρή αντίσταση από την φρουρά, καθώς υπήρχαν περιμετρικά πολυβολεία και τα πυρά τους ήταν διασταυρούμενα. Οι αντάρτες πλησίασαν το κτήριο της Ρεζί, αλλά δεν κατάφεραν να το πάρουν. Τα ξημερώματα ήρθαν ενισχύσεις, που ήταν στρατιώτες του εθνικού στρατού και οι ηττημένοι αντάρτες πήραν τους νεκρούς τους και τους τραυματισμένους και οπισθοχώρησαν προς τα βουνά. Οι φυλακές στην Ρεζί λειτουργούσαν σε όλη την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Αργότερα τμήμα του κτηρίου της Ρεζί, προς την οδό Σταμπουλή, μετατράπηκε σε κατοικίες, όπου κατοίκησε η Δωροθέα Παππά, και η οικογένεια Παπα-Τριανταφύλλου.
Πριν χτιστούν οι πολυκατοικίες στην γειτονιά Ρετζί υπήρχαν μόνο μονοκατοικίες, μαντριά, κήποι και αλάνες. Στην οδό Ιωάννη Άρτη, από το τζαμί και προς τα πάνω, στην δεξιά μεριά όπου σήμερα είναι η οδός Αερόπου ήταν το σπίτι του μανάβη Βασίλη Μήτκα, στο βάθος το σπίτι και η στάνη του Βαγγέλη Παπαπούλια, το σπίτι του κηπουρού Θεόδωρου Γκατζούλη, το σπίτι του καπελά Αθανάσιου Γρούιου, το σπίτι του Πέτρου Ζηβονίδη, που πουλούσε αυγά και άλλα προϊόντα στο παζάρι, και μετά ήταν η αυλή της Ρεζί και στη συνέχεια το πέτρινο κτήριο της εταιρίας μέχρι την γωνία με την οδό Παύλου Κύρου. Ακολουθώντας την οδό Παύλου Κύρου στην δεξιά μεριά ήταν το κτήριο της Ρεζί και μετά μια μεγάλη αλάνα. Δεξιά η οδός Σταμπουλή ήταν αλάνα και προς την οδό Παύλου Μελά ήταν το σπίτι του σταμνά Παντελή Μυλωνά και δίπλα το σπίτι του σταμνά Βασίλη Αλεξόπουλου. Απέναντι, στην ίδια οδό, την οδό Σταμπουλή ήταν το σπίτι του Παναγιώτη Μουλιέρη, που ήταν δημόσιος υπάλληλος, πιο κάτω ήταν ένα αδιέξοδο στενάκι, όπου ήταν το σπίτι του σαμαρά Ευάγγελου Μέλλιου και το σπίτι του τσαγκάρη Αναστάσιου Μάνη. Έξω από το στενάκι ήταν το σπίτι του χαλκοποιού Μιχαήλ Μπεδίστη και δίπλα το ωραίο νεοκλασικό σπίτι, που υπάρχει και σήμερα, του μυλωνά Κώστα Γκίλου ή Λάζου. Στη συνέχεια ήταν το σπίτι του παπα - Βασίλη Ηλίαδη. Μετά την αλάνα δεξιά ήταν η οδός Παύλου Κύρου, όπου ο Στράτος Μαθρακάς είχε το μαντρί του και αποθήκη ακατέργαστων δερμάτων. Πιο πάνω επί της οδού Παύλου Κύρου ήταν το σπίτι του δικηγόρου Νικόλαου Παπακωνσταντίνου, το σπίτι των σαμαράδων Παντελή και Γιώργου Μέλλιου, του σπίτι του έμπορου υποδημάτων Θαλή Παρίση και μέσα στο αδιέξοδο στενάκι το σπίτι των γουναράδων Αλέκου και Θωμά Γουναρά, και το σπίτι του χρυσοχόου Πέτρου Παπατράικου. Μετά ήταν το σπίτι του ράφτη Χρήστου Παπαχαρίση, το σπίτι του γεωπόνου Μπούμου, που μετά έγινε χώρος στάθμευσης του ξενοδοχείου «Ελληνίς», το σπίτι του υπάλληλου Γεώργιου Καλαούζη και στην γωνία με την οδό Σαρανταπόρου ήταν ένα οικόπεδο. Στην απέναντι γωνία των οδών Σαρανταπόρου και Παύλου Κύρου ήταν το σπίτι του καραγωγέα Στώικου. Συνεχίζοντας την οδό Παύλου Κύρου προς τα κάτω μετά ήταν το σπίτι ιδιοκτησίας Νικολάου Ζάικου, όπου έμενε ο δάσκαλος Δημήτριος Κύρου και ο σιδηροδρομικός Κωστόπουλος. Μετά ήταν το σπίτι του Στέφανου Σιδηρόπουλου, το σπίτι του αυτοκινητιστή Πέτρου Καμπασνίτσαλη, το σπίτι του δικαστικού υπαλλήλου Δημήτριου Μούκα, το σπίτι του κρεοπώλη Αθανάσιου Μούζα, το σπίτι της Ελευθερίας Βόικου, όπου μετά έμενε η κόρη της Θάλεια, νηπιαγωγός, και ο σύζυγός της Ανέστης Διαμαντόπουλος, υπάλληλος των ταχυδρομείων, το σπίτι του Μπογιάνου Στώιτσε, ένα μαντρί, και μετά το σπίτι του τυροπιτά Πέτρου
Γεωργιάδη στην γωνία των οδών Παύλου Κύρου και Ιωάννη Άρτη.
Μετά την γωνία συνεχίζοντας την οδό Ιωάννη Άρτη, ήταν το σπίτι του γεωργού Τραϊανού Μοστάκη, όπου μετά έμενε η εγγονή του Παρασκευή και ο σύζυγός της Νικόλαος Λιούκρας, εμπειροτέχνης. Μετά ήταν το σπίτι του παπλωματά Ιωάννη Παπαγεωργίου, το σπίτι του ράφτη Δημήτριου Παπαγεωργίου, το σπίτι της Γεωργίας Αθανασίτσα και μετά ήταν μια μεγάλη αυλή όπου ήταν το σπίτι τον Ευάγγελου Μπλάζε, που είχε πάντα πελώρια ουγγαρέζικα άλογα και ένα δίτροχο κάρο με το οποίο μετέφερε άμμο και αλάτι. Εκεί έμενε και ο γανωτής Γεώργιος (Τζώτζιας) Κλημιάδης. Στη συνέχεια ήταν το σπίτι του ξυλοκόπου Νικόλαου Σταυρέτη, και μετά το ακατοίκητο κίτρινο διώροφο σπίτι, που υπάρχει και σήμερα, που ανήκει σε κάποιους Φλωρινιώτες μετανάστες. Σε αυτό στεγάστηκε η ταβέρνα του «Πίκη» στο τέλος της
δεκαε¬τίας του 1980. Πίσω από αυτό το σπίτι κατοικούσε ο ράφτης Τρύφων Μπουμτίνης, και μετά ήταν ένα οικόπεδο στην γωνία I. Άρτη και Σαρανταπόρου. Εκεί κάποτε υπήρχε ένα γωνιακό σπίτι, κάποιου Γιώργου, που βομβαρδίστηκε από την ιταλική αεροπορία το 1940, όπου σκοτώθηκαν αρκετοί πολίτες και στρατιώτες.
Απέναντι ήταν ένα σπίτι στο ποτάμι, του κηπουρού Παντελή Μαλελή, και συνεχίζοντας την οδό Ιωάννη Άρτη, μετά ήταν το σπίτι του κηπουρού Χρήστου Μαλελή, το σπίτι του γεωργού Παντελή Δινόπουλου, του Κώστα Αντωνίου, το σπίτι του κηπουρού και μανάβη Ανδρέα Καραβασίλη, του Γεώργιου Καραβασίλη, που εργαζόταν στο σινεμά, και του Δημήτρη Καραβασίλη, που είχε μαγαζί ξηρών καρπών στο Κεντρικό. Μετά ήταν το σπίτι του Γεώργιου Μπάτσκου, πράκτορα μεταναστεύσεων και στην γωνία της οδού ΑνΘέων το σπίτι του Ιωάννη Δημητρίου και του γιου του Ναούμη, φούρναρη. Στο βάθος ήταν το σπίτι Αλέξανδρου Μούκα, που εργαζόταν στο σινεμά, και το σπίτι του Ηλία και Ιωάννη Δινόπουλου, που ήταν σταμνάδες. Στην άλλη γωνία της οδού ΑνΘέων και Ιωάννη Άρτη ήταν το σπίτι του φούρναρη Δημήτριου Πατσούρη και των γιων του Γεώργιου και Σταύρου, που ήταν μπακάληδες. Μετά ήταν δυο σπίτια ενωμένα και συμμετρικά, που έδιναν την εντύπωση ενός αρχοντικού σπιτιού. Στο ένα έμενε ο σιτέμπορος Πέτρος Πατσούρης και δίπλα ο φούρναρης Νικόλαος Πατσούρης και ο αδελφός του Δημήτριος Πατσούρης. Το σπίτι αυτό είχε επιταχτεί από τους γάλλους στον Α' παγκόσμιο πόλεμο, και την περίοδο 1916-18 στεγαζόταν η λέσχη των ιατρών αξιωματικών του γαλλικού στρατού. Σε αυτό το σπίτι έμενε αργότερα και ο ιατρός Αναστάσιος Σούλας, όπου είχε και το ιατρείο του. O αείμνηστος Αναστάσιος Σούλας είχε διατελέσει Δήμαρχος Φλώρινας την περίοδο 1964-1967 και την περίοδο 1975-1979. Τέλος στην γωνία των οδών Ιωάννη Άρτη και Σιδηροδρομικού Σταθμού ήταν το σπίτι και το τσιπουράδικο - μπακάλικο του Θεόδωρου Μούλη.
Εδώ τελειώνει η περιμετρικός περίπατος στη πάλαι ποτέ γειτονιά Ρετζί, μια γειτονιά που σήμερα είναι πνιγμένη από τις πολυκατοικίες και τα
σταθμευμένα αυτοκίνητα.
Το κτήριο της Ρεζί ήταν ένα πέτρινο καφετί κτήριο, διώροφο και με πολλά παράθυρα. Είχε και μια μεγάλη αυλή. Πρώτα δόθηκε αντιπαροχή η αυλή και χτίστηκε η πρώτη πολυκατοικία στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 πέντε έξι πολυκατοικίες κάλυψαν τον χώρο της

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ. Γαμήλια Έθιμα στο Κρατερό

Ο γάμος είναι ένα έθιμο από τα πιο πλούσια σε τοπικό χρώμα και χαρακτήρα, με πολλή γραφικότητα, με άπειρες πατροπαράδοτες και πρωτότυπες συνήθειες και με μια ποικιλία δημοτικών τραγουδιών. Για τα χωριά είναι το μεγαλύτερο το πιο χαρμόσυνο γεγονός, γι' αυτό παίρνει έννοια τοπικού πανηγυρισμού, που σ' αυτό παίρνουν μέρος όλοι οι χωριανοί. Στη «Χαρά» βρίσκουν την ευκαιρία να διασκεδάσουν και να χαρούν, να ξεφύγουν από τη μονότονη καθημερινή τους ζωή και γι' αυτό τον περιμένουν το γάμο, πάντα με ανυπομονησία και τον οργανώνουν με τον καλύτερο τρόπο, έτσι που να ευχαριστηθούν όλοι οι καλεσμένοι.
Στα παλαιά χρόνια, το ξέρουμε όλοι, τα παντρολογήματα γίνονταν πιο πολύ από τον πατέρα και λιγότερο από τη μάνα. Αυτοί διάλεγαν τη νύφη για το γιό τους και τον γαμπρό για την κόρη τους. Την εκλογή την έκανε ο πατέρας και τη δουλειά την αποτελείωνε ο προξενητής ή η προξενήτρα. Οι νέοι μάθαιναν στα ξαφνικά, ότι τους αρραβώνιασαν, με το τάδε παιδί ή με το τάδε κορίτσι, κι από την ντροπή τους κατακοκκίνιζαν, χαμήλωναν τα μάτια και δεν έφεραν αντίρρηση καμιά. Ότι έλεγε ο πατέρας κι όπως πρόσταζε το έθιμο και η συνήθεια του τόπου. Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι τηρούσαν με πίστη τα έθιμά τους, σαν δεύτερη θρησκεία.

Οι νέοι και οι νέες, λοιπόν, τόσο στη Φλώρινα, όσο και στα χωριά της,στην Κλαδοράχη, στη Νίκη, στο Παρόρι, στις Άνω Κλεινές, στην Αγία Παρασκευή και στο γραφικό Κρατερό, στο ζήτημα του γάμου, έπρεπε να συμμορφωθούν σύμφωνα με την απόφαση των γονιών τους.
Καλούσε ο πατέρας του γαμπρού τον προξενητή, που συνήθως ήταν συγγενής του κι αυτός έβαζε μπρος τη «δουλειά»:
- Ήρθα σταλμένος από τον τάδε,έλεγε στον πατέρα του κοριτσιού, και θέλει να δώσετε το κορίτσι σας στον γιο του.
Αν ο πατέρας της νύφης έβλεπε με «καλό μάτι» το προξενιό, άρχιζε η συμφωνία, το «παζάρεμα»
-Δέχομαι να δώσω το κορίτσι μου, αν μου δώσει ο γαμπρός τόσα χρήματα, τόσα ζευγάρια παπούτσια, τόσα παλτά κ.λ.π.
Έτρεχε ο προξενητής, τα ’λεγε στον πατέρα του γαμπρού κι εκείνος με τη σειρά του έκανε τα «παζάρια» του. Προσπαθούσε κάτι να κόψει απ' όλα όσα του ζητούσαν.
Ξαναπήγαινε ο προξενητής στον πατέρα του κοριτσιού έλεγε την επιθυμία του αυτή κι αν όπως προείπαμε έβλεπε «με καλό μάτι» το προξενιό, έκοβε κάτι, για να μη χαλάσει η «δουλειά», συμφωνούσε κι έδινε λόγο. Ετοίμαζαν κατόπι το «σημάδι», μια πετσέτα και τρία κέρματα τρύπια, τα στέλνε στον γαμπρό, κι ο γαμπρός τον κερνούσε. Ύστερα από τρεις τέσσερις εβδομάδες η πεθερά παράγγελνε στη νύφη να ετοιμάσει τα δώρα για τους συγγενείς, τσεμπέρια με ουρές, δηλαδή με κρόσσια για τις γυναίκες, για τους άντρες κάλτσες και για τον γαμπρό μια πετσέτα στολισμένη με κέρματα και ένα μαντίλι της τσέπης με ένα ναπολεόνι ή μια λίρα χρυσή. Όλα αυτά τα δώρα τα πήγαινε ο προξενητής, στο σπίτι του γαμπρού κι εκεί αμέσως τ' αραδιάζανε πάνω στο τραπέζι κι ύστερα φωνάζανε έναν-έναν τους συγγενείς να παραλάβουν τα δώρα τους, αλλά ν' αφήσουν ο καθένας τους και μερικά κέρματα για αντίδωρο.
Όλα κατόπι τα δώρα τα απλώνανε στο «τσαρδάκι (υπόστεγο) και φίλευαν τον προξενητή.
Τώρα είχε σειρά η πεθερά να στείλει τα δώρα της στη νύφη κι αυτά ήταν ένα μπουκέτο λουλούδια στολισμένο με κέρματα. Με τα δώρα της νύφης και της πεθεράς ο αρραβώνας ήταν τελειωμένος, ώσπου όμως να φτάσει η μέρα του γάμου θα περνούσαν δυο και τρεις μήνες, γιατί η νύφη έπρεπε να είναι έτοιμη, δηλαδή να ετοιμάσει τα δώρα της και τη φορεσιά της. Τη φορεσιά του γαμπρού την ετοίμαζε η μάνα του γιατί φοβούνταν τα μάγια, καθώς επίσης και τα δώρα που είχε τάξει.

Τα χρήματα που έταζε ο γαμπρός στη νύφη τα δίνανε με δόσεις κι όσα απόμειναν την παραμονή του γάμου. Από τα χρήματα, αυτά η νύφη ξόδευε για τα δώρα του γάμου της.
Την Πέμπτη, πριν από την Κυριακή του γάμου, ένα κορίτσι, που να ζούσαν και οι γονείς του, ζύμωνε τα κουλουράκια και μ' αυτά καλούσαν συγγενείς και φίλους. Ζύμωναν επίσης και δυο μπουγάτσες με τις οποίες προσκαλούσαν τον κουμπάρο και τον παρακούμπαρο. Στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονταν πολλά κορίτσια και με χαρές και τραγούδια πλέκανε την ψάθα:
«Δύο νέοι ερωτευτήκανε σε πράσινα λειβάδια εις την πηγή κοντά
που τρέχουνε γάργαρα νερά».
Αφού τέλειωνε το πλέξιμο της ψάθας την έπαιρνε η πεθερά και πάνω της έστρωνε το πάπλωμα και μια κουβέρτα. Κατόπι οι συγγενείς του γαμπρού φέρνανε σιτάρι και το ’ριχναν πάνω στο πάπλωμα και στην κουβέρτα, ενώ η πεθερά έριχνε χρήματα και καραμέλες. Κατόπι τρία αγοράκια κι ένα κοριτσάκι ψάχνανε να βρούνε τις καραμέλες και τα χρήματα, που συμβόλιζαν μ' αυτά την τεκνοποίηση των νεόνυμφων. Μετά κι άλλα παιδιά κάνανε την ίδια δουλειά.
Το σιτάρι εκείνο που ρίχνανε πάνω στην ψάθα οι συγγενείς το πήγαιναν στο μύλο, το άλεθαν και μ' αυτό ζύμωναν το ψωμί για το γάμο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, τα κορίτσια που πλέξανε την ψάθα, φορούσαν τα άμορφα φορέματά τους, βάζανε μέσα σ' ωραίους χειροποίητους σάκους κεντημένους τα κουλουράκια και γυρνούσαν όλο το χωριά για να καλέσουν συγγενείς και φίλους στο γάμο. Το πρωί της Παρασκευής οι κουλουπτσήδες (υπηρέτες) πήγαιναν στα σπίτια του γαμπρού, και της νύφης για να προσφέρουν τη βοήθειά τους δηλαδή να σφάξουν τα βόδια και τα πρόβατα
για το τραπέζι του γάμου.

Το βράδυ της ίδιας μέρας στο σπίτι της νύφης το γλέντι ήταν τρικούβερτο. Γλεντούσαν τα νιάτα, αγόρια και κορίτσια που κάλεσε η νύφη.
Το Σάββατο οι «μπάμπες», μαγείρευαν τα πιο νόστιμα φαγητά για το γαμήλιο τραπέζι. Το βράδυ, πριν από το γλέντι, με ξύλινα παγούρια τώρα, καλούσαν συγγενείς και φίλους. Οι κουλουπτσήδες προσκαλούσαν τον κουμπάρο και παρακούμπαρο.
Όταν ήταν μαζεμένοι όλοι, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, όχι ορφανά, κοσκίνιζαν αλεύρι και ζύμωναν δύο μπουγάτσες. Το αγόρι ανακάτευε με ένα ξύλο που βάζανε στο ζυγό των ζώων τους κι έλεγε: «στεριωμένα».
Από το ζυμάρι που θα γίνονταν η μπουγάτσα εκείνη, παίρνανε ένα κομμάτι βάζανε μέσα ένα παρά και το έψηναν. Το ψημένο αυτό κουλουράκι με τον παρά το σπάζανε μετά το φαγητά, το μοίραζαν στους καλεσμένους κι όποιος έβρισκε τον παρά, αν μεν ήταν άντρας σήμαινε πως ο γαμπρός ήταν τυχερός, αν ήταν γυναίκα τότε τυχερή θα ήταν η νύφη.
Ώσπου, να στρωθεί το τραπέζι, ο κουμπάρος και παρακούμπαρος ξύριζαν τον γαμπρό, οπότε οι καλεσμένοι ρίχνανε χρήματα στην πετσέτα και τα όργανα έπαιζαν το σχετικό τραγούδι.
Η διασκέδαση διαρκούσε μέχρι τα μεσάνυχτα, με φαγοπότι και τραγούδι και χορό, οπότε φτάνανε άνθρωποι από το σπίτι της νύφης και τους καλούσαν για τη συνέχεια εκεί. Στο δρόμο αγόρια και κορίτσια πασπαλίζονταν με αλεύρι κι όλα πειράζονταν, γελούσαν και χαριεντίζονταν. Στο σπίτι της νύφης το γλέντι κρατούσε λίγο γιατί οι γλεντοκόποι ξαναγύριζαν στο σπίτι του γαμπρού για να διαλυθούν τότε μόνο, όταν ο κουμπάρος θα έδινε το σύνθημα.
Φεύγανε τότε όλοι, εκτός από τους κουλουπτσήδες που κατά το διάστημα της νύχτας ετοίμαζαν τα φαγητά της επομένης της Κυριακής.
Νέα πρόσκληση πάλι του κουμπάρου και παρακούμπαρου το πρωί της Κυριακής του γάμου, από τους κουλουπτσήδες για το πρωινό τραπέζι, και προετοιμασία για να πάρουν τη νύφη.
Πριν πάνε να πάρουν τη νύφη, ο πατέρας του γαμπρού κάθεται στην αυλή του σπιτιού του, κρατάει δυο ψωμιά, αλάτι και κρασί. Πίνει από το κρασί και φυσάει τρεις φορές σκορπίζει δηλ. την τύχη, πίνει κατόπι ο κουμπάρος και παρακούμπαρος. Πατέρας και μάνα μοιράζουν δώρα (κέρματα), καθώς και οικαλεσμένες γυναίκες. Φιλάει ο γαμπρός το χέρι του πατέρα του και της μάνας του κι ο προξενητής δείχνει το δρόμο οπότε η πομπή ξεκινά.
Μπροστά μπροστά πάνε δυο κοριτσάκια (όχι ορφανά) κρατώντας δυο μπουγάτσες, ακολουθούν τα όργανα, ο κουμπάρος, παρακούμπαρος, ο γαμπρός και οι άλλοι συγγενείς καιοι φίλοι.
Φθάνανε στο σπίτι της νύφης κι όταν ανέβαιναν τα σκαλιά του σπιτιού της δίνανε σ' αυτήν ατό το παράθυρο ένα κόσκινο και ένα δαχτυλίδι, για να δεί τον γαμπρό από το κόσκινο. Στρώνανε το τραπέζι κι ο πατέρας της εκ μέρους του γαμπρού της έδινε παπούτσια, αλλά αυτή έκανε πως δεν τα θέλει και τα γυρνούσε πίσω.
- Αυτά που βλέπεις και θα τα φορέσεις για να πας στο γάμο, είναι αγορασμένα από τη…Φλώρινα.
-Δεν τα Θέλω, απαντούσε η κόρη.
- Αυτά είναι απ' τη Θεσσαλονίκη, της λέει ξαναδίνοντάς της τα ίδια.
-Όχι δεν τα θέλω.
Αφού κάνει μια χειρονομία ο παρακούμπαρος ότι δήθεν παίρνει ένα άλλο ζευγάρι παπούτσια, της ξαναδίνει πάλι τα ίδια και της λέει:
-Αυτά είναι από τον γαμπρό! Μάααααλιστα. Μάαααααλιστα, αυτά μου ταιριάζουν, αυτά είναι καλά, τα θέλω.
Πανέτοιμη πια η νύφη με την ωραία της φορεσιά και τα στολίδια της οδηγούνταν από μια συγγενή της γυναίκα στον πεθερό της, του φιλούσε το χέρι και του πρόσφερε μια πετσέτα. Το ίδιο έκανε και στην πεθερά, που με τη σειρά της τώρα αυτή άδειαζε στην ποδιά της νύφης της μια σακούλα με κουφέτα, τα οποία κατόπι μάζευαν με το κόσκινο.
Μπροστά στους συμπεθέρους είχαν αφημένο ένα ψωμί με ένα σταυρό πάνω του από βασιλικό και τρεις παράδες. Αφού φιλιούνταν οι δυο συμπέθεροι, σπάζανε το ψωμί στα δυο κι όποιος τύχαινε να πάρει το πιο μεγάλο κομμάτι ήταν ο τυχερός. Τον βασιλικό κατόπι τον δίνανε στη νύφη για να τον βάλει στο μπαούλο της με τα ρούχα. Άλλαζαν δώρα οι συγγενείς, τα λαϊκά όργανα παίζανε τα λυπητερά τραγούδια του αποχωρισμού και στήνονταν στην αυλή του σπιτιού για το χορό, πριν ξεκινήσουν για τη στέψη στην εκκλησία. Χόρευε ο γαμπρός με τον κουμπάρο και η νύφη με τους γονείς της. Περνούσαν τις μπουγάτσες του γαμπρού από το κεφάλι των δύο μελλονύμφων και ξεκινούσαν για τη στέψη.
Μπροστά πήγαιναν οι συγγενείς του γαμπρού και κατόπι ακολουθούσαν οι συγγενείς της νύφης. Την ώρα που έφευγε η νύφη για την εκκλησία, την ίδια ώρα έπρεπε να φύγουν τα προικιά της για το σπίτι του γαμπρού.
Στα πιο παλιά χρόνια η στέψη γίνονταν στο σπίτι, οπότε οι νεόνυμφοι έπαιρναν θέση κοντά σ' ένα βαρέλι. Μπροστά από τη γαμήλια πομπή προχωρούσε ένα παιδάκι και η σημαία με ένα μήλο.
Μετά τη στέψη στο σπίτι του γαμπρού παρουσίαζαν στη νύφη δύο αγόρια και ένα κορίτσι κι εκείνη τα δώριζε κάλτσες και από ένα κουλούρι. O γαμπρός έδειχνε την προίκα στον παρακούμπαρο κι εκείνος κρατούσε μια πετσέτα, με την οποία έπαιρνε τη νύφη και την όπως την οδηγούσε μέσα, σταύρωνε την πόρτα με βούτυρο και με ζάχαρη, για νάνε γλυκιά σαν ζάχαρη και μαλακιά σαν το βούτυρο. Της δίνανε κι ένα αυγό, για να γεννάει σαν την κότα και της χτυπούσαν το κεφάλι στο τζάκι του σπιτιού, για να ’ναι προσηλωμένη στο νοικοκυριό της. Κατόπιν χτυπούσαν κι όλους τους «κουλουπτσήδες». Ύστερα απ' όλα αυτά πήγαιναν στο ποτάμι και προσκυνούσαν εννιά φορές το νερά, βάζανε ένα παρά στο πόδι του γαμπρού και έναν άλλο στο πόδι της νύφης, μπαίνανε μέσα στο ποτάμι και προσπαθούσαν κατόπι να βρούνε τους παράδες. Γεμίζανε νερό ένα σταμνί, αλλά οι «κουλουπτσήδες» κερνούσαν όλους κρασί και τυρί. Φεύγανε κατόπι για την πλατεία του χωριού όπου η νύφη Φιλούσε τα χέρια των χωριανών.
Στο σπίτι του γαμπρού, τώρα οι «κουλουπτσήδες» ( υπηρέτες) ντυμένοι καρναβάλια, με ένα κοκόρι στο χέρι είχαν τοποθετήσει στη σκάλα του σπιτιού ένα αλέτρι, ένα ζυγό, ένα τηγάνι, μια κούνια κι ένα κόσκινο. Οι δυο αυτοί μασκαρεμένοι υπηρέτες παρίσταναν τους νεόνυμφους και το κοκόρι το μικρό παιδί. Από όσα λοιπόν είναι αφημένα στη σκάλα, έπαιρνε καθένας υπηρέτης τα δικά του, έπαιζαν και διασκέδαζαν. Στο κόσκινο μέσα ρίχνουν παράδες και στο τηγάνι πίτουρα και στάχτη και κάνουν πως μαγειρεύουν. Φώναζαν το γαμπρό να πιάσει το ζυγό και το αλέτρι, η νύφη του έριχνε νερό και έπιανε τα δικά της το κόσκινο, την κούνια και το τηγάνι. Δωρίζει κατόπι στον γαμπρό πουκάμισο.
Το πρωί της επόμενης ημέρας περίμεναν το πιο χαρμόσυνο γεγονός, της «παρθενιάς» το σημάδι, που το έπαιρναν σ' ένα σεντόνι ή κόσκινο, προσκαλούσαν με τσίπουρο τους κουμπάρους και το γιόρταζαν με «πόντσ» (τσίπουρο βραστό και γλυκό). Το γλυκό τσίπουρο δήλωνε την παρθενιά της νύφης. Εάν δεν ήταν γλυκύ, ήταν σημάδι ότι η νύφη δεν ήταν παρθένα, οπότε γίνονταν διαπόμπευσή της στο χωρίο. Την βάζανε καβάλα ανάποδα και την οδηγούσε ο γαμπρός στον πεθερά του.
Αν ήταν παρθένα τρισευτυχισμένος ο γαμπρός για την αγνότητα της νύφης έστελνε και ξανάστελνε μήλα στολισμένα με παράδες στον πεθερό του, ενώ η μάνα της νύφης, σ' ανταπόδοση, έστελνε κόκορα στολισμένο επίσης με παράδες. Δεν μπορούσε όμως ο γαμπρός να πάρει τον κόκορα εάν πρώτα δεν φιλοδώριζε τον κομιστή.
Πλούσιο τραπέζι ετοιμάζανε για τον γαμπρό και το συγγενολόι της νύφης και για ν 'ακουστεί στο χωριά ότι άρχιζε το καινούργιο τους νοικοκυριό, γαμπρός και νύφη σκούπιζαν αφού πρώτα κρεμούσαν στη σκούπα ένα κουδούνι.
Την Δευτέρα, μετά την Κυριακή του γάμου, στο σπίτι του γαμπρού οι συγγενείς έφθαναν με τα δώρα τους, διάφορα σκεύη γεμάτα με καραμέλες, και φιλεύονταν, γλεντούσαν και χόρευαν ως αργά το βράδυ, οπότε γίνονταν το «ξεπροβόδισμα» όλων των συγγενών, φεύγανε και οι κουλουμπτσήδες. Πριν φύγουν όμως από το σπίτι του γαμπρού άρχιζε το «τάξιμο» για την υπηρεσία τους που πρόσφεραν σ' όλη τη διάρκεσα του γάμου. Εάν ο πεθερός και η πεθερά έδειχναν κάποιο δισταγμό τότε τους δένανε και τους κρεμούσαν από το ταβάνι του σπιτιού και τους «δίκαζαν» οι ίδιοι οι υπηρέτες, μέχρι που έταζαν πλούσια δώρο, κότες, λουκάνικα, φρούτα κ.λ.π. Μετά το «τάξιμο» τους έλυναν, παίρνανε τα «ταξίματα», τα ψήνανε και τα τρώγανε όλοι μαζί. Αυτό ήταν το τελευταίο τραπέζι του γάμου.
Την άλλη Κυριακή, μετά το γάμο, ο γαμπρός και η νύφη πηγαίνανε και κοιμούνταν στο σπίτι της μητέρας της, εκεί έρχονταν όλο το συγγενολόι του γαμπρού και φιλεύονταν πλουσιοπάροχα. Την Δευτέρα, η πεθερά, έβαζε τη νύφη της να ζυμώσει ένα ψωμί γλυκό με ζάχαρη και την επόμενη Κυριακή γίνονταν τα «επιστρόφια» στο σπίτι του γαμπρού, οπότε καλεσμένο ήταν όλο το συγγενολόιτης νύφης και φιλεύονταν σε πλούσιο τραπέζι κι ο γάμος τέλειωνε.

Ιφ. Διδασκάλου