Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Η γειτονία Ρετζί. Δημήτριος Μεκάσης

Λέγαμε παλιά «Το Ρετζί» και εννοούσαμε την γειτονιά της οδού Παύλου Κύρου και τμήμα της οδού Ιωάννη Άρτη, από την οδό Παύλου Μελά και μέχρι το ποτάμι, καθώς και από τμήμα της οδού Σταμπουλή, από την Παύλου Μελά προς την οδό Παύλου Κύρου και τέλος την νέα οδό, που ονομάζεται Αερόπου. Το όνομά της το πήρε από την εταιρεία του μονοπωλίου καπνού, που ονομαζόταν «Ρεζί», και στεγαζόταν στην γωνία των οδών Παύλου Κύρου και Ιωάννη Άρτη. Οι τούρκοι όμως την λέξη αυτή την πρόφεραν ως «Ρετζί».
Γι αυτό και η γειτονιά ονομαζόταν «Ρετζί» επί εκατό περίπου χρόνια, από το 1890 μέχρι την δεκαετία του 1990, που κατεδαφίστηκε και το τελευταίο τμήμα του κτηρίου.
O καπνός και οι καπνοκαλλιέργειες πέρασαν από πολλές φάσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία, από την εμφάνιση του, το 1612, και μέχρι το 1912, που με τους βαλκανικούς πολέμους απελευθερώθηκαν οι λαοί της ευρωπαϊκής Τουρκίας. 0 καπνός άλλες φορές απαγορευόταν από του Οθωμανούς και άλλες φορές καλλιεργούταν επίσημα, μέχρι που οι καπνιστές έγιναν πάρα πολλοί, και η οθωμανική διοίκηση αντιλήφτηκε ότι με την φορολογία του καπνού μπορούσε να ξεχρεώσει το εξωτερικό της χρέος.
Στις 28 Μαΐου 1883 εξεδόθη το αυτοκρατορικό φιρμάνι (διάταγμα), με το οποίο παρεχωρείτο το μονοπώλιο του καπνού σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, στην ανώνυμη εταιρεία «Ρεζί». Η επίσημη ονομασία της εταιρίας ήταν «Societe de Ια Regie des Ταbαcs de I' EmpΊre OttOmans», που σημαίνει: «Εταιρία της συνενδιαφερομένης διαχειρίσεως των καπνών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». Η γαλλική επωνυμία της εταιρίας μπέρδευε τους περισσότερους, που νόμιζαν ότι ήταν γαλλική εταιρία. Η Ρεζί δεν ήταν γαλλική εταιρία. Η εταιρία αυτή φτιάχτηκε από το οθωμανικό κράτος με την συμμετοχή του έλληνα τραπεζίτη από την Βιέννη, Λεοπόλδου Μπαλτατζή, ιδιοκτήτη της τράπεζας Kredit-Anstalt, του γερμανού τραπεζίτη Bleichόder και της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας. Το οθωμανικό κράτος με τους παραπάνω τραπεζίτες είχαν το προνόμιο εκμετάλλευσης του μονοπωλίου καπνού σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η γαλλική επωνυμία της ανώνυμης εταιρίας ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθεί από τους λαούς της αυτοκρατορίας, αλλά και από το επίσημο οθωμανικό κράτος, καθώς οι περισσότεροι δεν γνώριζαν γαλλικά. Γι αυτόν τον λόγο, από όλη την επωνυμία κράτησαν την λέξη «Regie», που προφέρεται «Ρεζί» και σημαίνει διαχείριση αγαθών, δημόσια επίβλεψη έργων, υπηρεσία εισπράξεων έμμεσων φόρων. Η Ρεζί είχε το προνόμιο να πουλά τον σπόρο, για τις καλλιέργειες καπνού στους καπνοκαλλιεργητές, να αγοράζει όλα τα καπνά, να τα επεξεργάζεται και να τα πουλάει στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αλλά και στο εξωτερικό. Έδινε ακόμη και δάνεια στους καπνοκαλλιεργητές. Είχε επίσης και το μονοπώλιο του τσιγαρόχαρτου. Κανείς καπνοκαλλιεργητής δεν μπορούσε να πουλήσει αλλού την παραγωγή καπνού, παρά μόνο στην Ρεζί. Τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά, καθώς η Ρεζί διέθετε και ένοπλα τμήματα, τους «κολτζήδες», οι οποίοι είχαν όλο το δικαίωμα να ελέγχουν τους καπνοκαλλιεργητές, για να αποφευχθεί το λαθρεμπόριο του καπνού. Οι καλλιεργητές μπορούσαν να κρατήσουν από την σοδιά τους μόνο μια μικρή ποσότητα καπνού για ατομική χρήση.
Η Ρεζί ήταν μια λαομίσητη εταιρία, που εκτός την φορολογία και τα υπερκέρδη ευθύνονταν και για πολλές δολοφονίες. Οι κολτζήδες, οι ένοπλοι φύλακες της εταιρείας, είχαν κάθε δικαίωμα να πυροβολούν με
την παραμικρή υποψία. Πολλοί καπνοκαλλιεργητές, αλλά και αγωγιάτες έπεσαν νεκροί από τα βόλια των κολτζήδων, πριν ακόμη αποδειχτεί η ενοχή τους. Οι κολτζήδες δεν δικαζόταν ποτέ, καθώς η Ρεζί ήταν το ίδιο το κράτος, σε ένα διεφθαρμένο κράτος, όπως αυτό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά την συνταγματική αποκατάσταση του 1908, πολλοί ήταν αυτοί που ζητούσαν την κατάργηση της Ρεζί. Όμως η Τουρκία δεν ήταν σε θέση να ξεπληρώσει τα χρέη της, ούτε να δώσει τα μερίδια της εταιρείας στους ξένους τραπεζίτες. Τελικά η Ρεζί καταργήθηκε από τον Κεμάλ, το 1923, με την συνθήκη της Λωζάννης. Έκλεισε η Ρεζί μετά από σαράντα χρόνια παρουσίας και σκληρής φορολογίας.
Στη Φλώρινα η εταιρεία Ρεζί, μετά το 1883, αγόρασε μια μεγάλη έκταση στην γωνία των σημερινών οδών I. Άρτη και Παύλου Κύρου και έχτισε ένα τεράστιο πέτρινο διώροφο κτήριο, που αποπερατώθηκε το 1890 περίπου. Ήταν το μεγαλύτερο κτήριο που χτίστηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ήταν μια τεράστια καπναποθήκη, όπου συγκεντρώνονταν όλα τα καπνά της περιοχής, και εκεί μέσα γινόταν η επεξεργασία του καπνού. Υπήρχαν τα γραφεία της εταιρείας και ο χώρος όπου έμεναν οι φύλακες κολτζήδες, και οι στάβλοι για τα άλογά τους.
Η εταιρεία Ρεζί είχε και ένα παρατηρητήριο στον λόφο, όπου σήμερα βρίσκεται ο Σταυρός. Εκεί στην κορυφή υπήρχε ένα μικρό βυζαντινό κτίσμα, το οποίο επισκεύασε η Ρεζί και με βάρδιες οι κολτζήδες, με τα κιάλια έλεγχαν τον κάμπο. Αν από ψηλά έβλεπαν στον κάμπο να περνάει κανένα καραβάνι, ένας από τους κολτζήδες κατέβαινε με άλογο από το βουνό και ειδοποιούσε το απόσπασμα που έδρευε στο κτήριο της εταιρίας. Οι οπλισμένοι κολτζήδες με γρήγορα άλογα πρόφθαναν το αργό καραβάνι και έκαμναν τον έλεγχο για να εντοπίσουν, αν το καραβάνι μετέφερε λαθραίο καπνό. Οι αυστηροί έλεγχοι γινόταν για να πατάξουν το λαθρεμπόριο καπνού, το οποίο μείωνε τα έσοδα της αυτοκρατορίας.
Διευθυντής της Ρεζί ήταν ένας τουρκαλβανός Μπέης, καθώς και οι κολτζήδες ήταν αλβανοί και οι περισσότεροι υπάλληλοι και καπνεργάτες της εταιρείας. Όλοι ήταν αλβανιστές, δηλαδή αλβανοί εθνικιστές, που και αυτοί περίμεναν την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ονειρευόταν μια μεγάλη Αλβανία, όσο το πασαλίκι του Αλή Πασά. Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα οι έλληνες της Φλώρινας είχαν να αντιμετωπίσουν την σκληρότητα των αλβανών κολτζήδων, που μισούσαν τον ελληνισμό. Ένας φορτοεκφορτωτής της εταιρίας ήταν και κουτσαβάκης, και αμολούσε το ζωνάρι του και αναζητούσε φασαρίες. Αλίμονο στον χριστιανό που περνούσε έξω από το κτήριο της Ρεζί, όταν αυτός ήταν στον δρόμο. Χτυπούσε με γροθιές και κλωτσιές τους περαστικούς χριστιανούς και λογαριασμό δεν έδινε σε κανέναν. Αλλά και οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να βρουν το δίκαιο τους, καθώς η τούρκικη δικαιοσύνη ήταν πάντα υπέρ των μουσουλμάνων.
Με τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 οι βαλκανικές χώρες απελευθερώθηκαν και τυπικά η Ρεζί έκλεισε. Παρέμεινε όμως καπνομάγαζο, κάτω από ειδικές ρυθμίσεις, καθώς οι ξένοι τραπεζίτες πίεζαν και ζητούσαν τα μερίδια τους. Η Ρεζί λειτούργησε με τις ειδικές διατάξεις μέχρι το 1923, που υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάννης και η Ρεζί έκλεισε οριστικά. Έκλεισε και η Ρεζί της Φλώρινας και το κτήριο πέρασε στα ανταλλάξιμα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 το κτήριο χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό. Εκεί στεγάστηκε μια μικρή μονάδα του πεζικού και τα γραφεία του Μεθοριακού Τομέα. Ένα μικρό στρατόπεδο, όπου μαγείρευαν περισσότερο φαγητό και κάθε μεσημέρι το περίσσευμα το έδιναν στους φτωχούς και τους πεινασμένους. Ένα στρατόπεδο διαφορετικό, όπου συχνά έπαιζαν καραγκιόζη για την ψυχαγωγία των στρατιωτών, αλλά και των μαθητών των σχολείων της Φλώρινας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 το κτήριο της Ρεζί αγοράστηκε από ιδιώτες. Αγοράστηκε από τον Σταύρο και Μαρία Παππά και τον εργολάβο Λάζαρο Παπατριανταφύλλου. Αργότερα ένα τμήμα του κτηρίου αγοράστηκε από τον Σπύρο Μπέλτσο.
Κατά την γερμανική Κατοχή το κτήριο της Ρεζί χρησιμοποιήθηκε από τον γερμανικό στρατό ως αποθήκη υλικών, αλλά και κρατητήρια αντιστασιακών. Και όταν έφυγαν οι γερμανοί, ακολούθησε η πολιτική περίοδος των αναταραχών και των ενόπλων συγκρούσεων. Το ΚΚΕ καλούσε τον κόσμο στα βουνά, ενώ χωροφυλακή έκαμνε συλλήψεις. Το κτήριο της Ρεζί μετατράπηκε σε φυλακή. Το 1947, υπήρχαν 460 περίπου αριστεροί κρατούμενοι. Την νύχτα της 28ης Μαΐου 1947 οι αντάρτες επιτέθηκαν στην Φλώρινα για να τιμωρήσουν του δεξιούς αλλά και να απελευθερώσουν τους κρατούμενους. Περίπου 400 αντάρτες περικύκλωσαν τις φυλακές της Ρεζί, αλλά βρήκαν ισχυρή αντίσταση από την φρουρά, καθώς υπήρχαν περιμετρικά πολυβολεία και τα πυρά τους ήταν διασταυρούμενα. Οι αντάρτες πλησίασαν το κτήριο της Ρεζί, αλλά δεν κατάφεραν να το πάρουν. Τα ξημερώματα ήρθαν ενισχύσεις, που ήταν στρατιώτες του εθνικού στρατού και οι ηττημένοι αντάρτες πήραν τους νεκρούς τους και τους τραυματισμένους και οπισθοχώρησαν προς τα βουνά. Οι φυλακές στην Ρεζί λειτουργούσαν σε όλη την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.
Αργότερα τμήμα του κτηρίου της Ρεζί, προς την οδό Σταμπουλή, μετατράπηκε σε κατοικίες, όπου κατοίκησε η Δωροθέα Παππά, και η οικογένεια Παπα-Τριανταφύλλου.
Πριν χτιστούν οι πολυκατοικίες στην γειτονιά Ρετζί υπήρχαν μόνο μονοκατοικίες, μαντριά, κήποι και αλάνες. Στην οδό Ιωάννη Άρτη, από το τζαμί και προς τα πάνω, στην δεξιά μεριά όπου σήμερα είναι η οδός Αερόπου ήταν το σπίτι του μανάβη Βασίλη Μήτκα, στο βάθος το σπίτι και η στάνη του Βαγγέλη Παπαπούλια, το σπίτι του κηπουρού Θεόδωρου Γκατζούλη, το σπίτι του καπελά Αθανάσιου Γρούιου, το σπίτι του Πέτρου Ζηβονίδη, που πουλούσε αυγά και άλλα προϊόντα στο παζάρι, και μετά ήταν η αυλή της Ρεζί και στη συνέχεια το πέτρινο κτήριο της εταιρίας μέχρι την γωνία με την οδό Παύλου Κύρου. Ακολουθώντας την οδό Παύλου Κύρου στην δεξιά μεριά ήταν το κτήριο της Ρεζί και μετά μια μεγάλη αλάνα. Δεξιά η οδός Σταμπουλή ήταν αλάνα και προς την οδό Παύλου Μελά ήταν το σπίτι του σταμνά Παντελή Μυλωνά και δίπλα το σπίτι του σταμνά Βασίλη Αλεξόπουλου. Απέναντι, στην ίδια οδό, την οδό Σταμπουλή ήταν το σπίτι του Παναγιώτη Μουλιέρη, που ήταν δημόσιος υπάλληλος, πιο κάτω ήταν ένα αδιέξοδο στενάκι, όπου ήταν το σπίτι του σαμαρά Ευάγγελου Μέλλιου και το σπίτι του τσαγκάρη Αναστάσιου Μάνη. Έξω από το στενάκι ήταν το σπίτι του χαλκοποιού Μιχαήλ Μπεδίστη και δίπλα το ωραίο νεοκλασικό σπίτι, που υπάρχει και σήμερα, του μυλωνά Κώστα Γκίλου ή Λάζου. Στη συνέχεια ήταν το σπίτι του παπα - Βασίλη Ηλίαδη. Μετά την αλάνα δεξιά ήταν η οδός Παύλου Κύρου, όπου ο Στράτος Μαθρακάς είχε το μαντρί του και αποθήκη ακατέργαστων δερμάτων. Πιο πάνω επί της οδού Παύλου Κύρου ήταν το σπίτι του δικηγόρου Νικόλαου Παπακωνσταντίνου, το σπίτι των σαμαράδων Παντελή και Γιώργου Μέλλιου, του σπίτι του έμπορου υποδημάτων Θαλή Παρίση και μέσα στο αδιέξοδο στενάκι το σπίτι των γουναράδων Αλέκου και Θωμά Γουναρά, και το σπίτι του χρυσοχόου Πέτρου Παπατράικου. Μετά ήταν το σπίτι του ράφτη Χρήστου Παπαχαρίση, το σπίτι του γεωπόνου Μπούμου, που μετά έγινε χώρος στάθμευσης του ξενοδοχείου «Ελληνίς», το σπίτι του υπάλληλου Γεώργιου Καλαούζη και στην γωνία με την οδό Σαρανταπόρου ήταν ένα οικόπεδο. Στην απέναντι γωνία των οδών Σαρανταπόρου και Παύλου Κύρου ήταν το σπίτι του καραγωγέα Στώικου. Συνεχίζοντας την οδό Παύλου Κύρου προς τα κάτω μετά ήταν το σπίτι ιδιοκτησίας Νικολάου Ζάικου, όπου έμενε ο δάσκαλος Δημήτριος Κύρου και ο σιδηροδρομικός Κωστόπουλος. Μετά ήταν το σπίτι του Στέφανου Σιδηρόπουλου, το σπίτι του αυτοκινητιστή Πέτρου Καμπασνίτσαλη, το σπίτι του δικαστικού υπαλλήλου Δημήτριου Μούκα, το σπίτι του κρεοπώλη Αθανάσιου Μούζα, το σπίτι της Ελευθερίας Βόικου, όπου μετά έμενε η κόρη της Θάλεια, νηπιαγωγός, και ο σύζυγός της Ανέστης Διαμαντόπουλος, υπάλληλος των ταχυδρομείων, το σπίτι του Μπογιάνου Στώιτσε, ένα μαντρί, και μετά το σπίτι του τυροπιτά Πέτρου
Γεωργιάδη στην γωνία των οδών Παύλου Κύρου και Ιωάννη Άρτη.
Μετά την γωνία συνεχίζοντας την οδό Ιωάννη Άρτη, ήταν το σπίτι του γεωργού Τραϊανού Μοστάκη, όπου μετά έμενε η εγγονή του Παρασκευή και ο σύζυγός της Νικόλαος Λιούκρας, εμπειροτέχνης. Μετά ήταν το σπίτι του παπλωματά Ιωάννη Παπαγεωργίου, το σπίτι του ράφτη Δημήτριου Παπαγεωργίου, το σπίτι της Γεωργίας Αθανασίτσα και μετά ήταν μια μεγάλη αυλή όπου ήταν το σπίτι τον Ευάγγελου Μπλάζε, που είχε πάντα πελώρια ουγγαρέζικα άλογα και ένα δίτροχο κάρο με το οποίο μετέφερε άμμο και αλάτι. Εκεί έμενε και ο γανωτής Γεώργιος (Τζώτζιας) Κλημιάδης. Στη συνέχεια ήταν το σπίτι του ξυλοκόπου Νικόλαου Σταυρέτη, και μετά το ακατοίκητο κίτρινο διώροφο σπίτι, που υπάρχει και σήμερα, που ανήκει σε κάποιους Φλωρινιώτες μετανάστες. Σε αυτό στεγάστηκε η ταβέρνα του «Πίκη» στο τέλος της
δεκαε¬τίας του 1980. Πίσω από αυτό το σπίτι κατοικούσε ο ράφτης Τρύφων Μπουμτίνης, και μετά ήταν ένα οικόπεδο στην γωνία I. Άρτη και Σαρανταπόρου. Εκεί κάποτε υπήρχε ένα γωνιακό σπίτι, κάποιου Γιώργου, που βομβαρδίστηκε από την ιταλική αεροπορία το 1940, όπου σκοτώθηκαν αρκετοί πολίτες και στρατιώτες.
Απέναντι ήταν ένα σπίτι στο ποτάμι, του κηπουρού Παντελή Μαλελή, και συνεχίζοντας την οδό Ιωάννη Άρτη, μετά ήταν το σπίτι του κηπουρού Χρήστου Μαλελή, το σπίτι του γεωργού Παντελή Δινόπουλου, του Κώστα Αντωνίου, το σπίτι του κηπουρού και μανάβη Ανδρέα Καραβασίλη, του Γεώργιου Καραβασίλη, που εργαζόταν στο σινεμά, και του Δημήτρη Καραβασίλη, που είχε μαγαζί ξηρών καρπών στο Κεντρικό. Μετά ήταν το σπίτι του Γεώργιου Μπάτσκου, πράκτορα μεταναστεύσεων και στην γωνία της οδού ΑνΘέων το σπίτι του Ιωάννη Δημητρίου και του γιου του Ναούμη, φούρναρη. Στο βάθος ήταν το σπίτι Αλέξανδρου Μούκα, που εργαζόταν στο σινεμά, και το σπίτι του Ηλία και Ιωάννη Δινόπουλου, που ήταν σταμνάδες. Στην άλλη γωνία της οδού ΑνΘέων και Ιωάννη Άρτη ήταν το σπίτι του φούρναρη Δημήτριου Πατσούρη και των γιων του Γεώργιου και Σταύρου, που ήταν μπακάληδες. Μετά ήταν δυο σπίτια ενωμένα και συμμετρικά, που έδιναν την εντύπωση ενός αρχοντικού σπιτιού. Στο ένα έμενε ο σιτέμπορος Πέτρος Πατσούρης και δίπλα ο φούρναρης Νικόλαος Πατσούρης και ο αδελφός του Δημήτριος Πατσούρης. Το σπίτι αυτό είχε επιταχτεί από τους γάλλους στον Α' παγκόσμιο πόλεμο, και την περίοδο 1916-18 στεγαζόταν η λέσχη των ιατρών αξιωματικών του γαλλικού στρατού. Σε αυτό το σπίτι έμενε αργότερα και ο ιατρός Αναστάσιος Σούλας, όπου είχε και το ιατρείο του. O αείμνηστος Αναστάσιος Σούλας είχε διατελέσει Δήμαρχος Φλώρινας την περίοδο 1964-1967 και την περίοδο 1975-1979. Τέλος στην γωνία των οδών Ιωάννη Άρτη και Σιδηροδρομικού Σταθμού ήταν το σπίτι και το τσιπουράδικο - μπακάλικο του Θεόδωρου Μούλη.
Εδώ τελειώνει η περιμετρικός περίπατος στη πάλαι ποτέ γειτονιά Ρετζί, μια γειτονιά που σήμερα είναι πνιγμένη από τις πολυκατοικίες και τα
σταθμευμένα αυτοκίνητα.
Το κτήριο της Ρεζί ήταν ένα πέτρινο καφετί κτήριο, διώροφο και με πολλά παράθυρα. Είχε και μια μεγάλη αυλή. Πρώτα δόθηκε αντιπαροχή η αυλή και χτίστηκε η πρώτη πολυκατοικία στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 πέντε έξι πολυκατοικίες κάλυψαν τον χώρο της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου