Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Η γειτονιά Βαρόσι και η παλιά αγορά . Μέρος Β΄. Μεκάσης Δ.


Όσο για τον χώρο της αγοράς, αν γυρίσομε πάλι πίσω τον χρόνο, τότε που το Βαρόσι πυκνοκατοικήθηκε και άρχισε να σχηματίζεται η νέα πόλη, η πόλη της Φλώρινας, δημιουργήθηκε η ανάγκη ενός χώρου αγοράς, αλλά και χώρος συγκέντρωσης και πλατείας. O χώρος αυτός δημιουργήθηκε στην δυτική μεριά του Βαροσίου, όταν η πόλη άρχισε να επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε αυτόν τον χώρο γινόταν η λαϊκή αγορά, μια φορά την εβδομάδα, εδώ γινόταν οι συναθροίσεις των κατοίκων της νέας πόλης, και εδώ υπήρχαν όλα τα δημόσια κτήρια. Κάπως έτσι ήταν η Φλώρινα, όταν την κατέλαβαν οι τούρκοι, οι οποίοι δεν άλλαξαν τίποτε, εκτός από τους λατρευτικούς χώρους, καθώς και την «αγορά», που την μετονόμασαν σε παζάρι. Το παζάρι ήταν ένας άδειος χώρος, και καταλάμβανε την έκταση του σημερινού κτηρίου του Αριστοτέλη», αλλά και τους δρόμους γύρω από το κτήριο. Εκεί οι αγρότες παραγωγοί έστρωναν τα τσουβάλια στο χώμα και τοποθετούσαν πάνω σε αυτά τα προϊόντα τους. Κάποτε τοποθετήθηκαν και μικρά υπόστεγα, τα «σεργιά», όπου λίγοι μικροπωλητές και οι παραγωγοί στεγαζόταν κάτω από αυτά. 'Οταν όμως έγινε καϊμακάμης ο Ταχσίν Ουζέρ έχτισε μια σειρά μαγαζιών, εκεί που σήμερα βρίσκεται το κτήριο του «Αριστοτέλη» και εκεί στεγάστηκαν μερικές αποθήκες σιτηρών (αμπάρια), αλλά και τα κρεοπωλεία, κοντά στην σημερινή μεγάλη γέφυρα. Κάτω από την γέφυρα, στο ποτάμι έσφαζαν οι χασάπηδες τα ζώα, και τα σφαχτά τα κρεμούσαν σε τσιγκέλια στα μαγαζιά τους. Το κρέας που δεν πουλιόταν την ημέρα του παζαριού δεν μπορούσαν να το συντηρήσουν, αφού δεν υπήρχαν τα μέσα, και το έκαμναν λουκάνικα. Ό,τι περίσσευε, το έκαμναν κομματάκια και το έριχναν σε μια στάμνα, την οποία έδιναν στο φούρνο της γειτονιάς. Και όταν το κρέας είχε ψηθεί στην στάμνα, αλλά και το παζάρι είχε τελειώσει, οι χασάπηδες ετοίμαζαν το γλέντι τους. Καλούσαν τούς τουρκόγυφτους οργανοπαίκτες από τον Γύφτικο Μαχαλά, έφερναν τσίπουρο και κρασιά και έσπαγαν την στάμνα πάνω σε ένα τραπέζι. Το καλοψημένο κρέας μέσα στην στάμνα μοσχομύριζε. Άριστος μεζές. Το τσίπουρο και το κρασί έρεε άφθονο και χόρευαν ασταμάτητα για αρκετές ώρες. Το γλέντι αυτό των χασάπηδων γινόταν συχνά στην παλιά αγορά μετά το παζάρι, καθώς όλοι ήταν χαρούμενοι και οι τσέπες τους γεμάτες χρήματα, επειδή μόνο την ημέρα του παζαριού εργαζόταν και έβγαζαν αρκετά χρήματα για να ζήσουν τις υπόλοιπες ημέρες, μέχρι το επόμενο παζάρι.Το 1924 όμως, λειτούργησε η νέα Δημοτική Αγορά, όπου βρίσκεται και σήμερα. Η παλιά αγορά εγκαταλείφτηκε. Ο Δήμος Φλώρινας όμως έστησε μια ξύλινη εξέδρα, όπου παιάνιζε κάθε Κυριακή η μπάντα του «Ορφέα», αλλά και ο ζαχαροπλάστης Δημήτριος Γιάτας (Σπουδαίας) νοίκιασε ένα από τα μαγαζιά της αγοράς και λειτούργησε το δεύτερο ζαχαροπλαστείο του. Ο χώρος της παλιά αγοράς άρχισε να γίνεται χώρος αναψυχής, και μαζευόταν πολύς κόσμος, που έκαμνε βόλτες στο Βαρόσι και σταματούσε στην παλιά αγορά για να ακούσει την μπάντα, κάθε Κυριακή. Λίγο αργότερα ο Δήμος Φλώρινας κατεδάφισε όλα τα μαγαζιά που είχε χτίσεt ο Ταχσίν Ουζέρ, και έφτιαξε ένα πάρκο με δένδρα, λουλούδια και παγκάκια. 'Ένας περιφραγμένος χώρος με υπεύθυνο κηπουρό, μια όαση μέσα στην πόλη, που οι Φλωρινιώτες τότε, το πάρκο αυτό, το ονόμασαν «Άλσος». Το καταπράσινο αυτό κομμάτι της πόλης με τα σπάνια φυτά και άνθη, καταστράφηκε κατά την γερμανική Κατοχή, καθώς οι γερμανοί χρησιμοποίησαν τον χώρο, ως όρχο για την στάθμευση των αυτοκινήτων. Στην δεκαετία του 1950, ο Δήμαρχος Παντελής Παπαθανασίου, έκανε ένα διαφορετικό πάρκο, με παρτέρια λουλουδιών και κυπαρισσιών και περίφραξη. Το πάρκο στο εσωτερικό του ήταν άδειο και σκόπιμα έγινε αυτό για να κάνουν το μάθημα της γυμναστικής οι μαθητές του γυμνασίου. Το απόγευμα, το πάρκο γέμιζε αγόρια, όπου έπαιζαν ποδόσφαιρο μέχρι το βράδυ. Αλλά και αυτό το πάρκο παραμελήκε και λίγο αργότερα παραχωρήθηκε στον «Αριστοτέλη», και το καλοκαίρι του 1979 άρχισαν οι εργασίες ανέγερσης του κτηρίου του συλλόγου.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο χώρος αυτός ονομαζόταν Παζάρι, οι τούρκοι όμως το ονόμαζαν και «Φασούλ Παζάρ», καθώς τα φασόλια πουλιόταν όλες τις εποχές τον χρόνου. Το 1915 ο Δήμος Φλώρινας τον χώρο αυτό τον ονόμασε «πλατεία Ερμού», επειδή όλο το εμπόριο της πόλης και της ευρύτερης περιοχής εκεί γινόταν. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η ήσυχος αυτός χώρος μετονομάστηκε σε «πλατεία Ρούσβελτ», προς τιμή του αμερικανού προέδρου, και τα τελευταία χρόνια μετονομάστηκε σε «πλατεία των Επτά Ηρώων 1944».
Με σημείο αναφοράς την πολυκατοικία του Θάνου Κάπτση, όπου το σούπερ μάρκετ «Γρηγοριάδης», εκεί κάποτε ήταν το σπίτι κάποιων τούρκων αδελφών, που ήταν ωρολογάδες και το μαγαζί τους το είχαν εκεί που είναι η οικία Μιχαήλ Μεκάση. Οι τούρκοι ωρολογάδες συντηρούσαν και το ρολόι στον πύργο τον ρολογιού, αλλά και ήταν υπεύθυνοι του πτωχοκομείου (Ιμαρέτι),που βρισκόταν δίπλα στο γωνιακό σπίτι τους. Μετά είναι η οδός Παπακωνσταντίνου Νερέτης, και εκεί στην γωνία όπου σήμερα είναι η οικία Αλεξάνδρας Μιχαήλ ήταν ένα τούρκικο αμπάρι. Τα αμπάρια ήταν σιταποθήκες. Δίπλα ήταν το αμπάρι του Χρήστου Μήρτσου. Το επόμενο μαγαζί ήταν το μπακάλικο του Λάζαρου Τσάμη και στην γωνία το καφενείο του Μαήζη. Πάνω από το καφενείο ήταν η οικία του αδελφού του Παντελή (Παντούση) Τραγιαννού. Στο επόμενο σπίτι έμεναν οι αδελφοί Γρηγόριος, Βασίλειος, Στέφανος, Θεόδωρος, Θωμάς, Ευάγγελος, Σωκράτης, Γαβριήλ Σωφρόνης και Μηνάς Τραγιαννίδης, οι περισσότεροι ήταν αμαξάδες και στο ισόγειο ο Γιώργος Κουφόπουλος, από τις 40 Εκκλησιές. Το τριώροφο σπίτι του Λάζαρου Πέιου, που ερειπωμένα υπάρχει και σήμερα, στο ισόγειο ήταν το κατάστημα αλατζάδων και άλλων υφασμάτων του ιδίου. Μετά ήταν η είσοδος και ένα στενόμακρο δρομάκι που οδηγούσε στο κέντρο του τετραγώνου, όπου ήταν η οικία του Φίλιππου Μπραγιάννη. Σε αυτά το σπίτι αργότερα έμενε ο Γεώργιος Τσαλαγιώργος. Το σπίτι αυτό υπάρχει και σήμερα και ανήκει στη 'Εφη Καρανάσου. Στην γωνία, στο ποτάμι ήταν το σπίτι του γαλατά Ιορδάνη Λουκά.
Περνώντας την μεγάλη γέφυρά, στην άλλη μεριά του ποταμού, εκεί που αρχίζει ο Γύφτικος Μαχαλάς, που μερικοί τον έλεγαν και Άνω Μαχαλά, από την γωνία του σπιτιού του Κiτσου και μέχρι το σημερινό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, η σειρά αυτή των σπιτιών χτίστηκε λίγο πριν και λίγο μετά το 1900, και ήταν προέκταση του Βαροσίου. Παλαιότερα εκεί δεν υπήρχαν σπίτια. Πίσω στο βουνό ήταν το λατομείο του Μεχμέτ Αλή και κάτω περνούσε το αυλάκι των μύλων, που ονομαζόταν «Γιάζι». Συνεχίζοντας προς τα κάτω, με την ροή του ποταμού, μετά το γωνιακά σπίτι του Κiτσου ήταν το σπίτι του Κωνσταντίνου Τάσιου. Στη συνέχεια τα τρία σπίτια με κοινή αυλή, του Θεόδωρου Βογιατζή, του Λάμπου Βογιατζή και του Παντελή Βογιατζή, όπου ο γνωστός σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε αρκετές ταινίες. Μετά από αυτά τα σπίτια, το Γιάζι, που έρεε στον δρόμο συνέχιζε ρέοντας στους πρόποδες τους βουνού, πίσω από το σπίτι του Λάζαρου Νότη, που υπάρχει και σήμερα. Πίσω από το σπίτι του Νότη και κάτω από το γκρεμό του λατομείου υπήρχε ένα σπιτάκι, όπου ο γαλλικός στρατός, κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είχε τοποθετήσει μια γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος. Ήταν η πρώτη γεννήτρια που φωταγώγησε με ηλεκτρικό ρεύμα τα σπίτια, όπου είχαν στεγαστεί επιτελικά γραφεία, αλλά και τα δωμάτια των αξιωματικών. Μετά ήταν το σπίτι του Σίσκου. Σήμερα ερειπωμένο, παλιά όμως κάτω ήταν το παντοπωλείο του Σίσκου και πάνω το σπίτι του. Στην δεκαετία του 1920, έκλεισε το μαγαζί του και το έκανε δωμάτιο. Το σπίτι πήρε την σημερινή του μορφή. Το σπίτι αυτό, από το 1940 μένει ακατοίκητο. Μετά είναι το σπίτι των αδελφών Κυριάκου και Νικόλαου Πέιου, που ήταν γεωργοί. Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ιδιοκτησία Ιωάννη Γούναρη, νοικιάστηκε από πολλούς. O γιατρός Κωνσταντίνου Μιχαήλ, γνωστός ως «Μόναχος» και ο αδελφός του που ήταν οικονομολόγος έμειναν σε αυτό πολλά χρόνια, αλλά και σύλλογος «Αριστοτέλης» στεγάστηκε εκεί για πολλά χρόνια.

Κείμενο: Δημήτριος Μεκάσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου